Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΧΑΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ


ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
(Μιλώντας σε Ρ/Σ)

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΧΑΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ 40 ΧΡΟΝΙΑ
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ






















Αποτελεί κοινή συνείδηση ότι η δεξιά χαρακτηρίζονταν για την αδεξιότητα της. Ούτε σήμερα διακρίνεις χώρους, στιγμές, πρόσωπα καλλιέργειας ιδεών, παιδείας και ειδικά μιας πολιτικής παιδείας. Η αδυναμία είναι ορατή στους εκπροσώπους της. Παρόμοια όμως πενία χαρακτηρίζει και αυτό που ονομάσθηκε αριστερά στην μεταπολίτευση. Πολύ περισσότερο τα σημερινά παρακμιακά υπολείμματα της. Είτε αυτοί που ράβουν κουστούμια εξουσίας, Λακόστ εξουσίας - θυμήθηκα τους ανάλογους τύπους του 81’, σήμερα βέβαια είναι περισσότερο κωμικό το φαινόμενο - είτε αυτά των ψευτοκινημάτων. Οι βαδιστές  - πελταστές του κέντρου τη μη Αθήνας, του κακού χωριού.

Η δυστυχία της χώρας είναι ότι είχαμε και έχουμε μια αδέξια δεξιά και μια αδέξια ψευτοαριστερά. Τι αριστερό είπαν, λένε και κυρίως έκαναν και κάνουν ; Σε ποιο πεδίο;
Αυτά είναι γραφεία τύπου ή γιάφκες όπως τους αποκαλώ όχι πολιτικά κόμματα, πολιτικά κινήματα. Μιλώ στα βιβλία μου για αυτά. Άνοιξα μια δημόσια συζήτηση. Αυτό όμως το πολιτικό προσωπικό δεν μπορεί να συζητήσει είναι αναλφάβητο. Περιορίζονται στον ρόλο του μαϊντανού των προστατών τους, των γεννητόρων τους των Μ.Μ.Ε., των αδιαφανών λόμπι και μηχανισμών.
Είμαστε όμως στο τέλος μιας παρακμιακής εποχής και στην αρχή μιας αναγεννητικής. Δεν μπορούμε να χάσουμε άλλα 40 χρόνια. Πρέπει να τελειώνουμε με  αυτούς τους παράξενους μηχανισμούς ελέγχου της χώρας και αντιεκπαίδευσης των Ελλήνων. Μηχανισμούς καλλιέργειας της ηλιθιότητας.
Είμαστε υποχρεωμένοι να ανοίξουμε, να επεκτείνουμε το μέτωπο ενάντια στην ψευτο δεξιοαριστερή πολιτική ηλιθιότητα. Αν υπήρχε ένα ώριμο και απελευθερωτικό κίνημα νεολαίας θα είχε αυτό ως κατεύθυνση, ως σύνθημα του. Δεν υπάρχει γιατί οι νέοι στερούνται ενός βασικού δικαιώματος. Το δικαίωμα στην Πολιτική Παιδεία. Αυτό τους στερούν συστηματικά και προσχεδιασμένα.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Γόνιμη αντίσταση η σωστή «εικόνα»...Αν υπάρχει ελπίδα να βγούμε κάποτε οι Έλληνες από τον δυσώδη υπόνομο της καταστροφής και της ντροπής, όπου μας βύθισε η κομματοκρατία, θα είναι μόνο αν, μια κρίσιμη κοινωνική μάζα, συνειδητοποιήσει την εικόνα της Ελλάδας, ακόμα σήμερα, στο διεθνές πεδίο. Καθόλου διαφορετική από αυτήν του 2011, αφού το πολιτικό σύστημα είναι απαράλλαχτα το ίδιο, τα πρόσωπα που διεκδικούν την εξουσία τα ίδια, μόνο η κρατική μηχανή απροσμέτρητα πιο αποσυντεθειμένη, κατεστραμμένη. Όλος ο πλανήτης καταλαβαίνει ότι τα πρόσωπα είναι τα ίδια και αμετανόητα, μόνο εμείς, οι ιθαγενείς στη συμφορά, δεν αντέχουμε να το παραδεχτούμε. Φαντασιωνόμαστε ότι ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Τσίπρας, ο Κουβέλης ή τα κωμικά αποσπόρια τους μπορούν να επανορθώσουν σήμερα την αβυσσαλέα καταστροφή που οι ίδιοι αυτούργησαν ή στην οποία συνέργησαν....Δεν υπάρχει στην Ελλάδα πολιτική Αριστερά, δηλαδή κόμμα με κοινωνιοκεντρικούς στόχους. Ακούσατε ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ (ή τις κωμικές αποφύσεις τους) να αντιμάχονται το πελατειακό κράτος, να ζητάνε απολύσεις των κομματικά διορισμένων, να απαιτούν αξιοκρατία και υψηλό επίπεδο υπηρεσιών, να αγωνίζονται για εντατικοποίηση των σπουδών, για άμιλλα και αριστεία, για ενεργό ετερότητα μετοχής στο διεθνές γίγνεσθαι; «Αριστερά» στην Ελλάδα ονομάζεται η πειθήνια στράτευση στα συμφέροντα συντεχνιών και στο κυνήγι της εξουσίας, όχι η πολιτική που αποτιμά το γεγονός της κοινωνίας των σχέσεων υπέρτερο της ατομοκεντρικής κατασφάλισης.

Χρήστος Γιανναράς
Σχολιάστηκαν πολυμερώς και πολυτρόπως οι αποκαλύψεις των Financial Times και του πρώην υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Timothy Geithner, για τα όσα συνέβησαν τον Νοέμβριο του 2011 στις Κάννες, στη συνάντηση του G20: Πώς καθυβρίστηκε, εξευτελίστηκε και υποχρεώθηκε σε παραίτηση ο τότε ολίγιστος πρωθυπουργός της Ελλάδας, επειδή τόλμησε να εξαγγείλει δημοψήφισμα, για να κρίνει ο λαός το διαβόητο «Μνημόνιο» (τους όρους που επέβαλαν οι δανειστές για τη «σωτηρία» της χώρας).
Γυμνά και τετραχηλισμένα όλα: Το πώς αντιλαμβάνεται η ηγεσία της Ε.Ε. τη δημοκρατία. Πόσο αυτονόητο είναι για τους ευρωπαίους ηγέτες να καθαιρούν πρωθυπουργό «εταίρο» τους. Να διορίζουν στη θέση τού καθαιρεθέντος έναν τραπεζίτη εκτελεστή των εντολών τους. Να αποφασίζουν ποιος θα είναι ο επόμενος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και με ποιους όρους αλλαξοπιστίας θα γευθεί πρωθυπουργία ο κ. Σαμαράς.
Ασφαλώς και συμβαίνουν αυτά συνήθως στην πολιτική. Αλλά όχι πάντοτε. Δεν θα συνέβαιναν, αν υπήρχε στις Βρυξέλλες ένας Jacques Delors και στο Βερολίνο ένας Helmut Schmidt. Δεν συνέβησαν, όταν στην Ισλανδία ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Olafur Grimsson αρνήθηκε να υπογράψει «Μνημόνιο» και απαίτησε δημοψήφισμα, για να κρίνει και αποφανθεί ο λαός. Η Ιστορία είναι συνάρτηση της ανθρώπινης ποιότητας (όσο κι αν αυτή η ρεαλιστικότατη πιστοποίηση εκνευρίζει την ιστορικο-υλιστική μυωπία). Και η ποιότητα στην εξουσία είναι συνάρτηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας σε μια κοινωνία – συνάρτηση της επίγνωσης ότι η δημοκρατία είναι άθλημα, όχι συνταγή, στόχος προς κατάκτηση, όχι σύμβαση κατεργαραίων.
Θα ήθελα να παρακαλέσω τον αναγνώστη αυτών των γραμμών να ενεργοποιήσει τη φαντασία του, προτού προσέλθει σήμερα στην κάλπη για να ψηφίσει. Δεν είναι δύσκολο να συγκροτήσει με τη φαντασία του, υποθετικά αλλά καθόλου αυθαίρετα, την εικόνα που είχαν για την Ελλάδα οι ευρωπαίοι ηγέτες, όταν καθαιρούσαν τον ελλαδίτη πρωθυπουργό και διόριζαν (με μεθοδευμένη την προσχηματική διαδικασία) πειθήνιους διαχειριστές των συμφερόντων τους στα καίρια πόστα του συστήματος εξουσίας. Ποιαν εικόνα για την ελλαδική κοινωνία είχαν στον νου τους.
Αποκλείεται να αγνοούσαν ότι επρόκειτο για μια χώρα με εξωφρενικό, κυριολεκτικά παρανοϊκόν υπερδανεισμό. Ότι τα εξωφρενικά δάνεια, όπως και το μεγαλύτερο μέρος των «πακέτων» βοήθειας από την Ε.Ε. για την «οικονομική σύγκλιση» των χωρών-μελών, τα χρησιμοποιούσαν στην Ελλάδα τα κόμματα εξουσίας για να συντηρούν το «πελατειακό κράτος», δηλαδή για να εξαγοράζουν, ωμά και χυδαία, ψήφους: Να μοιράζουν επιδοτήσεις για ανύπαρκτες ή καταδικασμένες από την αγορά καλλιέργειες, συντάξεις για ανύπαρκτη προϋπηρεσία ή αναπηρία, διορισμούς στο δημόσιο, κατά εκατοντάδες χιλιάδες, σε θέσεις αργομισθίας.
Αποκλείεται να αγνοούσαν οι ευρωπαίοι ηγέτες την έκταση λωποδυσίας του κοινωνικού χρήματος στην κομματοκρατούμενη Ελλάδα, τους επώνυμους και διεθνώς διασυρμένους, από τους οποίους μόνο ένας, σε ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου ή εξιλαστηρίου θύματος, βρίσκεται στη φυλακή, αν και παρατρίχα πρωθυπουργός. Με νομικό εφεύρημα την έγκαιρη «παραγραφή» (πιο πρόστυχο τέχνασμα δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί πολιτικό σύστημα), η κομματοκρατία ταυτίστηκε στην Ελλάδα με την κλεπτοκρατία. Οι λωποδύτες πολιτικοί φυσικά και προχώρησαν στη «διαπλοκή» με λωποδύτες εργολήπτες και προμηθευτές του δημοσίου, καναλάρχες, εκδότες κατακίτρινου Τύπου, εταιρείες επαγγελματικού «αθλητισμού» – η χώρα κυριολεκτικά κυριαρχήθηκε από την ευτελέστερη δυνατή ανθρώπινη ποιότητα.
Εικόνα μιας κοινωνίας αυτοκαταδικασμένης στην περιθωριοποίηση, στον διεθνή χλευασμό, στιγματισμένης για τον πολιτικό πρωτογονισμό της. Είχε διαφημιστεί στην υφήλιο ποιο μεγάλο φαγοπότι στήθηκε στην Ελλάδα, δήθεν για να προβληθεί η χώρα, με τους «Ολυμπιακούς» του 2004, τι όργιο καταλήστευσης του δημόσιου χρήματος σήμαιναν οι κάθε τόσο «αγορές του αιώνα» δήθεν για αμυντικούς εξοπλισμούς. Οι χαρακτηρισμοί και οι κρίσεις που κυκλοφορούσαν στον διεθνή Τύπο δεν ήταν ανεύθυνη ρητορεία, είχαν πίσω τους τεκμήρια, μετρήσεις, επίσημα στοιχεία. Κατοχυρωμένο παράδειγμα: Υποψήφιοι βουλευτές, με σοβαρές πιθανότητες υπουργοποίησης, δαπανούσαν για την επανεκλογή τους ποσά που ξεπερνούσαν κατά πολύ το σύνολο των αποδοχών ενός βουλευτή σε μια τετραετία. Τα ίδια τα κόμματα εξουσίας δαπανούσαν για τις εκλογές καταμετρημένα ποσά πολύ μεγαλύτερα από την επιχορήγηση που επισήμως εισέπρατταν. Χωρίς ποτέ να επέμβει εισαγγελέας για το «πόθεν έσχον» βουλευτές και κόμματα.
Η εικόνα που είχαν το 2011 και έχουν ώς σήμερα για την Ελλάδα τα ανά τον κόσμο κέντρα διεθνών αποφάσεων (πολιτικής, οικονομίας, γεωστρατηγικής) είναι εικόνα (χιλιομαρτυρημένη στον διεθνή Τύπο και απερίφραστη σε πολλές δημόσιες δηλώσεις) ολοκληρωτικής σήψης του πολιτικού συστήματος και απόλυτης διάλυσης της δημόσιας διοίκησης. Την υποτυπώδη λειτουργία κράτους και πολιτικών θεσμών τη συντηρούν τα συμφέροντα «νταβατζήδων» και συντεχνιών, για «ίδιον όφελος». Είναι αδιανόητη η έννοια (και πολύ περισσότερο η αίσθηση) «δημοσίου συμφέροντος».
Δεν υπάρχει στην Ελλάδα πολιτική Αριστερά, δηλαδή κόμμα με κοινωνιοκεντρικούς στόχους. Ακούσατε ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ (ή τις κωμικές αποφύσεις τους) να αντιμάχονται το πελατειακό κράτος, να ζητάνε απολύσεις των κομματικά διορισμένων, να απαιτούν αξιοκρατία και υψηλό επίπεδο υπηρεσιών, να αγωνίζονται για εντατικοποίηση των σπουδών, για άμιλλα και αριστεία, για ενεργό ετερότητα μετοχής στο διεθνές γίγνεσθαι; «Αριστερά» στην Ελλάδα ονομάζεται η πειθήνια στράτευση στα συμφέροντα συντεχνιών και στο κυνήγι της εξουσίας, όχι η πολιτική που αποτιμά το γεγονός της κοινωνίας των σχέσεων υπέρτερο της ατομοκεντρικής κατασφάλισης. Απήχημα και ομοίωμα η ελλαδική Αριστερά, έστω και «φιλευρωπαϊκή», του σοβιετικού μοντέλου: της άρνησης του κοινωνικού αθλήματος ελευθερίας για χάρη της μηχανιστικής «γενικής» ωφελιμότητας ενός κρατικού καπιταλισμού θεμελιωμένου στο φριχτό μακέλεμα και στον εφιαλτικό βασανισμό εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αν υπάρχει ελπίδα να βγούμε κάποτε οι Έλληνες από τον δυσώδη υπόνομο της καταστροφής και της ντροπής, όπου μας βύθισε η κομματοκρατία, θα είναι μόνο αν, μια κρίσιμη κοινωνική μάζα, συνειδητοποιήσει την εικόνα της Ελλάδας, ακόμα σήμερα, στο διεθνές πεδίο. Καθόλου διαφορετική από αυτήν του 2011, αφού το πολιτικό σύστημα είναι απαράλλαχτα το ίδιο, τα πρόσωπα που διεκδικούν την εξουσία τα ίδια, μόνο η κρατική μηχανή απροσμέτρητα πιο αποσυντεθειμένη, κατεστραμμένη.
Όλος ο πλανήτης καταλαβαίνει ότι τα πρόσωπα είναι τα ίδια και αμετανόητα, μόνο εμείς, οι ιθαγενείς στη συμφορά, δεν αντέχουμε να το παραδεχτούμε. Φαντασιωνόμαστε ότι ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Τσίπρας, ο Κουβέλης ή τα κωμικά αποσπόρια τους μπορούν να επανορθώσουν σήμερα την αβυσσαλέα καταστροφή που οι ίδιοι αυτούργησαν ή στην οποία συνέργησαν.
Δεν αντέχουμε ούτε τη μνήμη ούτε την κρίση.


Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 25-05-14

Λένε «ψωμί» και καταλαβαίνουν «χώμα»...Θέλουν να λέγονται «αριστεροί», ενώ μένουν πεισματικά άσχετοι με κάθε έννοια προτεραιότητας των κοινωνιοκεντρικών κριτηρίων, άσχετοι με κάθε αντίσταση στον ατομοκεντρικό, καταναλωτικό πρωτογονισμό. Γι’ αυτό και τα κόμματα της «Αριστεράς» στην Ελλάδα είναι μόνο κόμματα διαμαρτυρίας ή ψυχαναγκαστικού παλαιοημερολογιτισμού. Μιλάνε για «κοινωνικούς αγώνες» και εννοούν συντεχνιακούς εκβιασμούς, μιλάνε για «κοινωνικό κράτος» και εννοούν ασύδοτη τη λωποδυσία σε κάθε πτυχή κρατικής λειτουργίας. Ακριβώς το ανάλογο συμβαίνει και με τη «Δεξιά»: Μιλάνε για «πατρίδα» και αναφέρονται σε κάτι που δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ακόμα και στους γελοιώδεις λαϊκισμούς του Καρατζαφέρη δεν είχαν τίποτα σοβαρό να αντιτάξουν, ακόμα και το χρυσαυγίτικο κοινωνικό περιθώριο το καταδιώκουν σήμερα με τον χωροφύλακα.

Χρήστος Γιανναράς
Και στις πρόσφατες εκλογές οι «αποκαλύψεις» υπήρξαν άκρως κοινότοπες αλλά ρεαλιστικότατα απελπιστικές:
Οι δημότες δύο πολύ μεγάλων πόλεων, χωρίς προσχήματα και χωρίς την παραμικρή αίσθηση ντροπής για τον αυτεξευτελισμό τους, ψήφισαν σαν Δήμαρχο την τοπική ποδοσφαιρική τους ομάδα. Τους άφηνε παγερά αδιάφορους ποιος θα διαχειριστεί τις ανάγκες της πόλης τους, τις ανάγκες της ζωής τους. Μάλλον για την πλειονότητα των Ελληνωνύμων σήμερα, το ποδοσφαιρικό αφιόνι είναι η μόνη πραγματική αξία ζωής, η μόνη ενασχόληση που δίνει κάποιο περιεχόμενο στην καθημερινότητα. Η εκούσια εξηλιθίωση στη θέση του απόλυτου κενού.
Ακόμα και τα νήπια γνωρίζουν ότι το ποδοσφαιρικό παραισθησιογόνο το διακινούν πανίσχυρες μαφίες του υποκόσμου «διαπλεκόμενες» με τα κόμματα. Στις εκλογές που μόλις ζήσαμε, ήταν η πρώτη φορά (γι’ αυτό και κρατήστε σημαδιακή τη χρονολογία: 2014) που σε δύο τουλάχιστον μεγάλες πόλεις οι πολίτες δεν χρειάστηκαν την ιδεολογική λεοντή: κομματικούς φενακισμούς («Ελιά» – όχι ΠΑΣΟΚ, «Ποτάμι» – όχι Ν.Δ.) ή αρλουμπολογία «παραταξιακού» σχολαστικισμού (κεντροαριστερά, κεντροδεξιά, κεντροαριστερότερη αριστερά κ.λπ.). Ψήφισαν απευθείας τις μαφίες δίχως «πολιτικά» επιχρίσματα.
Κυνισμός ή ανεπίγνωστη ριζική εξηλιθίωση; Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι να καταμετρήσουμε τους δείχτες ευφυΐας των Ελληνωνύμων σήμερα, αλλά να ψάξουμε αν υπάρχουν πια ίχνη προϋποθέσεων να λειτουργεί κανείς ως πολίτης: ίχνη «αίσθησης δημοσίου συμφέροντος». Αυτή η αίσθηση διαφοροποιεί τον πολιτισμένο από τον πρωτόγονο άνθρωπο, σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μήκος και πλάτος, αιώνα ή εποχή. Η «αίσθηση δημοσίου συμφέροντος» ξεκινάει από τα απλούστερα δεδομένα της πρακτικής του βίου. Για παράδειγμα: Σε όσα νοσοκομεία χτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, οι θάλαμοι ή τα δωμάτια νοσηλείας διαθέτουν μια συσκευή τηλεόρασης για νοσηλευόμενους. Δεν υπάρχουν όμως τηλεχειριστήρια – έχουν κλαπεί! Οι Ελληνώνυμοι κλέβουμε από τα νοσοκομεία τα τηλεχειριστήρια, κλέβουμε τα σκεπάσματα («κουλούρες») από τις λεκάνες της τουαλέτας, κλέβουμε τις κουρτίνες που υπήρχαν αρχικά στα παράθυρα. Δεν πρόκειται απλώς για μικροπαρανομίες, περιπτώσεις αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ηθικής παρεκτροπής. Πρόκειται για απώλεια της αίσθησης του «δημόσιου αγαθού»: έχει χαθεί η δυνατότητα να ξεχωρίσουμε και αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από τα όσα ο καθένας μας ατομικά κατέχει και νέμεται, υπάρχουν και δεδομένα της πρακτικής του βίου που πρέπει να βρίσκονται στη διάθεση και εξυπηρέτηση όλων (του «κοινού συμφέροντος»), αλλιώς η ζωή δεν λειτουργεί.
Ο άνθρωπος που κλέβει το σκέπασμα λεκάνης από την τουαλέτα νοσοκομείου, είναι ο ίδιος που θεωρεί αυτονόητο να κάνει «κατάληψη» δημόσιου χώρου, σχολείου, πανεπιστημιακού εργαστηρίου, εθνικής οδού, να μπλοκάρει τον ηλεκτροφωτισμό της χώρας, δηλαδή να καταλύει το «κοινό συμφέρον», προκειμένου να εκβιάσει την ικανοποίηση ατομοκεντρικών, συντεχνιακών του απαιτήσεων. Ο άνθρωπος που ιδιοποιείται το σκέπασμα λεκάνης από την τουαλέτα νοσοκομείου, έχει ακριβώς την ίδια έλλειψη της «αίσθησης δημοσίου συμφέροντος» με τον πρωθυπουργό που μοιράζει υπουργεία (την κορυφαία ευθύνη διαχείρισης των «δημόσιων αγαθών») σε φιλαράκια του ή σε εσωκομματικούς υποστηρικτές του. Έχει τον ίδιο αντικοινωνικό πρωτογονισμό με τον φοροφυγάδα, τον ιδιοκτήτη αυθαίρετου κτίσματος ή καταπατημένης δημόσιας γης, τον επίορκο αστυνόμο που πουλάει «προστασία».
Η παγερή αδιαφορία και βαθιά περιφρόνηση για το «δημόσιο συμφέρον» είναι η κυρίαρχη (και κυρίως αυτονόητη) πραγματικότητα στην κρατική οργάνωση του βίου μας των Ελληνωνύμων σήμερα. Νόμοι, θεσμοί, πολιτικά σχήματα, ο δημόσιος λόγος, καμώνονται ότι αγνοούν τη γενικευμένη κλοπή των κοινών αγαθών, της κοινωνικής περιουσίας, ενώ σε αυτή τη λωποδυσία σκοπεύουν. Αν σκόπευαν στην άρνηση της νομιμοποιημένης λωποδυσίας, στην τίμια επιδίωξη του «δημοσίου συμφέροντος», θα αναζητούσαν να εντοπίσουν, αναλύσουν και εφαρμόσουν πολιτικές, ριζικά διαφορετικές (κυριολεκτικά στους αντίποδες) από τις σημερινές.
Δηλαδή, θα έπαυαν να ανοηταίνουν με μικρονοϊκά παιδιαρίσματα, ιδεολογικές κωλοτούμπες σε συνεχώς καινούργια εφευρήματα όλο και αμιγέστερων σχημάτων «κεντροαριστεράς», ζητώντας την πιο αριστερή κεντροαριστερά. Θα αναζητούσαν: ποιος ρεαλιστικός πολιτικός σχεδιασμός, ποιες πολιτικές πρακτικές, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον Ελληνώνυμο από τον σημερινό πρωτογονισμό του κτηνώδους ατομοκεντρισμού στην αίσθηση και πάλι της αναγνώρισης και του σεβασμού «δημόσιων αγαθών». Όχι με ποια ηθική, με ποια ιδεολογία, ποια κηρύγματα, αλλά με ποια πολιτική πράξη θα πάψουν οι Ελληνώνυμοι να κλέβουν το νοσοκομείο που τους νοσηλεύει, να καταστρέφουν το σχολειό που τους μαθαίνει γράμματα, το τρένο ή το λεωφορείο που τους μεταφέρει.
Τους όρους για την ολοκληρωτική και στυγνή επιβολή του πρωτογονισμού στην Ελλάδα τους οργάνωσε πολιτικά και τους θεσμοποίησε η δήθεν «Αριστερά». Οι «δημοκρατικές δυνάμεις» αυτοσυνειδητοποιήθηκαν αποκλειστικά ως μανιακές καταναλωτικές ορδές – το κάθε άτομο της ορδής «δικαιούται διά να» λαφυραγωγεί αχαλίνωτα ό,τι άλλοτε γινόταν αυτονόητα σεβαστό ως πεδίο «δημόσιου αγαθού». Ακόμα ώς σήμερα η «Αριστερά» επαγγέλλεται πολιτικές παροχών και αύξησης των δυνατοτήτων καταναλωτικής ευχέρειας («θα επαναδιαπραγματευθούμε», «θα αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό») – μιλάει γλώσσα μόνο ποσοτικών μεγεθών. Αδυνατεί να μιλήσει για ποιότητες η Αριστερά, δηλαδή να μιλήσει για πολιτική. Απλώς ευφραδέστερος ο κ. Τσίπρας εξευτελίζει ευχερέστερα τη μειρακιώδη δυσφράδεια του κ. Σαμαρά, όταν παρακάμπτει (εξίσου ανυποψίαστος) την πολιτική προκειμένου να μιλήσει για το μέλλον της χώρας.
Θέλουν να λέγονται «αριστεροί», ενώ μένουν πεισματικά άσχετοι με κάθε έννοια προτεραιότητας των κοινωνιοκεντρικών κριτηρίων, άσχετοι με κάθε αντίσταση στον ατομοκεντρικό, καταναλωτικό πρωτογονισμό. Γι’ αυτό και τα κόμματα της «Αριστεράς» στην Ελλάδα είναι μόνο κόμματα διαμαρτυρίας ή ψυχαναγκαστικού παλαιοημερολογιτισμού. Μιλάνε για «κοινωνικούς αγώνες» και εννοούν συντεχνιακούς εκβιασμούς, μιλάνε για «κοινωνικό κράτος» και εννοούν ασύδοτη τη λωποδυσία σε κάθε πτυχή κρατικής λειτουργίας.
Ακριβώς το ανάλογο συμβαίνει και με τη «Δεξιά»: Μιλάνε για «πατρίδα» και αναφέρονται σε κάτι που δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ακόμα και στους γελοιώδεις λαϊκισμούς του Καρατζαφέρη δεν είχαν τίποτα σοβαρό να αντιτάξουν, ακόμα και το χρυσαυγίτικο κοινωνικό περιθώριο το καταδιώκουν σήμερα με τον χωροφύλακα.


Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 07.06.2014

Πώς «εκδικείται» η αλήθεια.....Με εκρήξεις βωμολοχιών και χυδαιολογίας, γλώσσα του υποκόσμου, έχουν απομνημειωθεί να αυτοδιασύρονται ακόμα και ο κ. Μεϊμαράκης ή ο κ. Σαμαράς. Η αλήθεια «εκδικείται» στον αβίαστο μορφασμό του ταξιτζή, του κάθε βιοπαλαιστή, του κάθε άνεργου, όταν προφέρουν ονόματα σαν να τα φτύνουν –Σαμαράς, Βενιζέλος, Κουβέλης, Στουρνάρας– ονόματα που την προφορά τους την έπλασε στα ξεραμένα χείλη των Ελλήνων η χολή της άδικης στέρησης, ο απροσμέτρητος πανικός της ομηρίας στην ανήκεστη φτώχεια και αναξιοπρέπεια....Όμως η αλήθεια υπάρχει, απίστευτα δυναμική: υπάρχει και «εκδικείται». Σκληρή η «εκδίκηση» της αλήθειας, επειδή και τα όσα διακυβεύονται μέγιστα και τίμια. Πόσοι και ποιοι σήμερα θα θεωρούσαν «επιτυχία» μια καριέρα Γεράσιμου Γιακουμάτου ή Αντζελας Γκερέκου, ποιος γονιός θα λαχταρούσε για το παιδί του τη δημόσια εικόνα του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη ή της Κατερίνας Παπακώστα;

Χρήστος Γιανναράς
Ο τρόπος που «εκδικείται» η αλήθεια είναι να υπάρχει. Υπάρχοντας εκθέτει και διασύρει όσους την παραγνωρίζουν, την παίρνουν αψήφιστα, τη λογαριάζουν εξουδετερωμένη ολοκληρωτικά από τη χρησιμότητα. Ακόμα και σε κοινωνίες πρωτόγονων εκτιμήσεων της ποιότητας, οι άνθρωποι χαμογελούν ειρωνικά ή και δυσφορούν βλέποντας να αναρριχώνται σε θώκους επισημότατους «βασιλιάδες γυμνοί», τσίτσιδοι. Το ειρωνικό χαμόγελο απλών, απλοϊκών ανθρώπων είναι η «εκδίκηση» της αλήθειας: Σπάζει κόκαλα, γιατί συνεχίζει να είναι, παρά πάσαν προσδοκίαν, αυτονόητη.
Ο τρόπος που «εκδικείται» η αλήθεια είναι σκληρός. Διαπομπεύει όσους την καπηλεύονται, εκτοπίζει και εξαφανίζει όσους προσχηματικά την υψώνουν μπαϊράκι, όσους μετέρχονται την απομίμηση σαν γνησιότητα. Σε ποιο πεδίο πραγματώνεται (γίνεται πράξη) η «εκδίκηση» της αλήθειας, και γιατί είναι δυσδιάκριτη στους πολλούς; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, επειδή αφορά την αλήθεια, δεν μπορεί να έχει τη χρηστικότητα της πληροφορίας. Είναι, ήταν και θα είναι πάντοτε αδύνατο να γνωστοποιήσει κανείς ως πληροφορία, το «γιατί» ερωτεύθηκε τον μεγάλο της ζωής του έρωτα. Αν μπορεί να εντοπίσει τους λόγους, σίγουρα δεν γνώρισε ποτέ τον μεγάλο έρωτα. Αν κάποτε τον γνώρισε, χαμογελάει έκτοτε συγκαταβατικά ή ειρωνικά για τις φτηνιάρικες σαπουνόπερες. Χωρίς επιχειρήματα.
Η αλήθεια «εκδικείται», όταν λειτουργεί η ζωή, μην ψάχνουμε για φανερώσεις αλήθειας όταν είναι συντελεσμένος ο θάνατος. Ένας ζωγράφος ζωγραφίζει όσο παλεύει (με νύχια και με δόντια – χρώμα, σχήμα, γλώσσα των αισθήσεων) να «πει» τον έρωτά του, να φανερώσει - κοινωνήσει το θαύμα του έρωτά του, την έξοδο από το θανατερό καβούκι της εγωλαγνείας. Αυτός ζωγραφίζει για να υπάρχει, ενώ η πλειονότητα των ομοτέχνων του ζωγραφίζει για να συνδικαλίζεται, να «διαπλέκεται» με τους γκαλερίστες, να κομπάζει στα ΜΜΕ.
Αλήθεια υπάρχει όσο και όπου υπάρχει «σχέση»: έρωτας για ελευθερία από το εγώ, πόθος για την πραγμάτωση και φανέρωση της ετερότητας. Όλες οι άλλες «αλήθειες» είναι συνήθως ατομικές απόψεις, ατομικές προτιμήσεις, θεωρήσεις, πεποιθήσεις, βεβαιότητες για το «καλό» και το «κακό», γι’ αυτό που πρέπει και γι’ αυτό που δεν πρέπει. Τα ατομικά κτήματα έχουν συνήθως «κωδικές» τεκμηριώσεις της «αλήθειας» τους, επιχειρήματα και αναλύσεις της εγκυρότητάς τους. Και πασχίζουν πολλοί, πάμπολλοι αξιοσέβαστοι άνθρωποι, να αξιολογήσουν και συγκρίνουν ποιο υποκατάστατο της ζωής κομίζει λιγότερη αποφορά θανάτου από τα άλλα: Να προτιμήσουν τις προτάσεις Κουβέλη ή τις προτάσεις Λυκούδη, τους οραματισμούς Λαφαζάνη ή τους σχεδιασμούς Σταθάκη.
Δεν πρόκειται για τη ζωγραφική πια, δεν πρόκειται για τον έρωτα, αλλά μόνο για συνταγές χρηστικής «αποτελεσματικότητας». Συνταγές καθόλου περιττές, καθόλου περιφρονητέες, αλλά σήμερα πια ριζικά αυτονομημένες, αποκομμένες από το πάθος μετοχής στη ζωή, από τη χαρά κοινωνίας της ζωής. Σήμερα ζωγραφίζεις ή ερωτεύεσαι μόνο για το γούστο σου, μόνο για να κατέχεις, να καταναλώνεις – γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά η παραμικρή υποψία για την πολιτική ως χαρά μοιρασιάς της ζωής. Δεν μοιάζει να υπάρχει ζωγράφος που να παλεύει να «πει» όποια αλήθεια μόνο και συνεχώς κατακτιέται, χωρίς ποτέ να κατέχεται.
Σήμερα μοιάζει καταργημένη και ανύπαρκτη κάθε ευαισθησία συμμετοχικού κάλλους, κάθε αληθινός έρωτας, κάθε Τέχνη που αντιμάχεται τον εντυπωσιασμό και υπηρετεί την αποκάλυψη. Μοιάζει ολική η έκλειψη της πολιτικής. Όμως η αλήθεια υπάρχει, απίστευτα δυναμική: υπάρχει και «εκδικείται». Σκληρή η «εκδίκηση» της αλήθειας, επειδή και τα όσα διακυβεύονται μέγιστα και τίμια. Πόσοι και ποιοι σήμερα θα θεωρούσαν «επιτυχία» μια καριέρα Γεράσιμου Γιακουμάτου ή Αντζελας Γκερέκου, ποιος γονιός θα λαχταρούσε για το παιδί του τη δημόσια εικόνα του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη ή της Κατερίνας Παπακώστα; Η αλλαγή του κοινωνικού αισθητηρίου για την επιτυχία και την ευτυχία, όπως και των κριτηρίων για την αξιολόγηση της ποιότητας δεν μετριέται ποσοτικά ή με δημοσκοπήσεις. Είναι αλλαγή που η δυναμική της τεκμαίρεται από τη σιωπή των μορφασμών, τη σκοτεινιά των βλεμμάτων, τη θελημένη αφωνία – τέτοιους παράγοντες, απροσδιόριστους. Τα σμήνη των σωματοφυλάκων και των «μπράβων», γύρω από τους νομείς της εξουσίας, έχουν ως κύριο ρόλο να τους κρατούν στο απυρόβλητο της «εκδίκησης» του ειρωνικού χαμόγελου απλοϊκών ανθρώπων, σοφών από πείρα.
Κάποιοι ακόμα βρίζουν, βωμολοχούν – είναι ο «τρόπος» που εκτονώνεται ο πρωτογονισμός, όχι ο «τρόπος» που «εκδικείται» η αλήθεια. Με εκρήξεις βωμολοχιών και χυδαιολογίας, γλώσσα του υποκόσμου, έχουν απομνημειωθεί να αυτοδιασύρονται ακόμα και ο κ. Μεϊμαράκης ή ο κ. Σαμαράς. Η αλήθεια «εκδικείται» στον αβίαστο μορφασμό του ταξιτζή, του κάθε βιοπαλαιστή, του κάθε άνεργου, όταν προφέρουν ονόματα σαν να τα φτύνουν –Σαμαράς, Βενιζέλος, Κουβέλης, Στουρνάρας– ονόματα που την προφορά τους την έπλασε στα ξεραμένα χείλη των Ελλήνων η χολή της άδικης στέρησης, ο απροσμέτρητος πανικός της ομηρίας στην ανήκεστη φτώχεια και αναξιοπρέπεια.
Καινούργιοι κάθε τόσο υπουργοί σε συμβατικές, συνεχείς αναπλάσεις κυβερνητικών σχημάτων, σχημάτων απροσχημάτιστα εντεταλμένων να παράσχουν «προστασία» στους αυτουργούς του εξωφρενικού υπερδανεισμού της χώρας. Υπερδανεισμού μόνο για να συντηρείται το πελατειακό κράτος, το τρελό φαγοπότι της κομματοκρατίας, να μην αγγίζει ποτέ ο νόμος τους «νταβατζήδες» που διαγουμίζουν τη χώρα. Ποτέ σε μια τόσο μικρή χώρα τόσοι και απανωτοί κυβερνητικοί ανασχηματισμοί δεν προκαλούσαν τέτοιον διεθνή ενθουσιασμό επιδοκιμασίας – επαίνους Τόμσεν (ΔΝΤ), συγχαρητήρια Ολι Ρεν (Ε.Ε.) και πάει λέγοντας.
Όσοι πιστεύουμε ακόμα τρελά, παράταιρα, στη ζωγραφική, όχι στους γκαλερίστες, στην «εκδίκηση» της αλήθειας που αντιμάχεται τον θάνατο, συνεχίζουμε την αποκαλυπτική των ουσιωδών σπουδή μας: Πώς προφέρουν οι εκτός τηλεοπτικής οθόνης Έλληνες τα ονόματα των καινούργιων υπουργών, με ποιο απαρόμοιαστο μείγμα αποτροπιασμού και συγκατάβασης –Κικίλιας, Βορίδης, Τασούλας, Μηταράκης– ήχος και μορφασμός που παίζει ανάμεσα σε ξόρκι και ξόδιασμα.

Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 15.06.2014

Μόνο η δήμευση των κλοπιμαίων θα αλλαξοδρομήσει τη χώρα.....Ακόμα και σε φυλές έσχατου πρωτογονισμού, κάποιο είδος εισαγγελέα θα απαιτούσε να λογοδοτήσουν οι εξόφθαλμης δολιότητας ψευδολόγοι και απατεώνες, αυτουργοί αποτρόπαιων κοινωνικών εγκλημάτων. Στο Ελλαδιστάν σήμερα κανένας πολιτικός δεν διώκεται για καμιά απάτη, για καμιά δόλια ψευδολογία.

Χρήστος Γιανναράς
Η ​​βίωση της απελπισίας δεν περιγράφεται, δεν γνωστοποιείται με τα γλωσσικά σημαίνοντα, δεν γίνεται πληροφορία. Ο Βίττκενστάιν έλεγε: «Δεν μπορώ να πω τον πονόδοντό μου», ακριβώς όπως κανένας απελπισμένος δεν μπορεί να «πει» τον απελπισμό του: τα νύχια της απόγνωσης καρφωμένα, μέρα-νύχτα, στα σωθικά του.
Η μερίδα των Ελλήνων που ζουν σήμερα ανυπόφορο απελπισμό, έχουν τον επιπλέον αποκλεισμό να μη λογαριάζεται καν η ύπαρξή τους. Για τα Δελτία Ειδήσεων, την τηλεοπτική εικόνα που μονοπωλεί και εξαντλεί την «ενημέρωση» σε διεθνή κλίμακα (δηλαδή τη μεταποίηση του πανανθρώπινου γίγνεσθαι σε Ιστορία), η απελπισία συγκεκριμένων πληθυσμικών ομάδων όχι μόνο δεν γνωστοποιείται, δεν κοινωνείται, δεν δηλώνεται, αλλά μεθοδικά ανυπαρκτοποιείται. Οι σφήνες εικόνων από τον κτηνώδη ξυλοδαρμό των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών που εγκαταβιούν στο πεζοδρόμιο διαμαρτυρόμενες για την απόλυσή τους, υπηρετούν τη λογική τής εμπορικά επιβεβλημένης «ενημερωτικής ποικιλότητας» – συντονίζονται δηλαδή με τον αριθμό των κοστουμιών που πρέπει να αλλάζει ο κ. Σαμαράς σε κάθε Δελτίο Ειδήσεων.
Ο ζόφος και πνιγμός της απελπισίας που βασανίζει (πραγματικά, όχι μεταφορικά) μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην Ελλάδα σήμερα, δεν γεννιέται από πρόβλημα πείνας σε καθημερινή βάση (τουλάχιστον όχι ακόμα) ούτε από την απειλή ξένης εισβολής (ακόμα). Γεννιέται από την ολοκληρωτική απουσία λογικής της ελπίδας, την απόσβεση κάθε λογικής από κάθε παραμικρή προσπάθεια να αναχαιτισθεί η συντελεσμένη και ακάθεκτα συνεχιζόμενη καταστροφή της χώρας. Κυριαρχεί παντού, μα παντού, ο παραλογισμός, η παράνοια, αυτονόητη η καταστρατήγηση κάθε λογικής. Υπερβολές;
Το στοιχειωδέστατο λογικά: Είναι δυνατό στους φυσικούς αυτουργούς οικονομικής και παντοδαπής καταστροφής της χώρας, στους ανθρώπους που παραμένουν υπόδικοι για τον (κομματικά) ιδιοτελέστατο και εξωφρενικό υπερδανεισμό της, να εμπιστευόμαστε ότι αυτοί θα μάς «σώσουν» από τις συνέπειες των εγκλημάτων τους; Δεν είναι τέλειος παραλογισμός, όχι μόνο να αναλαμβάνουν τη «σωτηρία» της χώρας όσοι κακούργησαν την οικονομική της καταστροφή και την οργανωτική της διάλυση, αλλά και να μας εμπαίζουν καταπρόσωπο προσλαμβάνοντας σαν υπουργούς τους (επιτελείς στο έργο της «σωτηρίας») ό,τι πιο κραυγαλέο διαθέτουν τα κόμματά τους σε αναίσχυντο αμοραλισμό, κωμική μικρόνοια και χαυνότητα – όπως στον πρόσφατο κουκλοθεατρινίστικο «ανασχηματισμό» της κυβέρνησης;
Μας είπαν κάποτε (για να ελπίσουμε σε «παροχές») ότι «λεφτά υπάρχουν». Και ελάχιστους μήνες μετά μάς βεβαίωναν ότι «η χώρα έχει πτωχεύσει, μοναδική σωτηρία είναι να πουληθούμε δουλοπάροικοι στους δανειστές μας»: αυτοί θα αποφασίζουν, πέρα από κάθε Διεθνή Συνθήκη και Δίκαιο, ποιο ξεροκόμματο θα μένει για μισθούς και συντάξεις, και ποιο φιλέτο θα νέμονται οι δανειστές. Πρόσφατα πάλι, παιδαριώδεις, γελοίες ψευδολογίες ότι το «πρωτογενές πλεόνασμα» μάς αποδεσμεύει από τον στραγγαλιστήρα των δανειστών μας – και μόλις βεβαιώθηκε η επιβίωση της «συγκυβέρνησης» των κομμάτων της συγκακουργίας, πάλι μεθοδεύσεις περικοπών σε μισθούς και συντάξεις.
Λένε - ξελένε, είπαν - ξείπαν, δίχως μπέσα, δίχως τιμή για τον λόγο τους, δίχως τη λογική που συγκροτεί οργανωμένη συλλογικότητα, σχέσεις κοινωνίας της ζωής. Ακόμα και σε φυλές έσχατου πρωτογονισμού, κάποιο είδος εισαγγελέα θα απαιτούσε να λογοδοτήσουν οι εξόφθαλμης δολιότητας ψευδολόγοι και απατεώνες, αυτουργοί αποτρόπαιων κοινωνικών εγκλημάτων. Στο Ελλαδιστάν σήμερα κανένας πολιτικός δεν διώκεται για καμιά απάτη, για καμιά δόλια ψευδολογία.
Μας είπαν: Ήταν υδροκέφαλο το κράτος, εξωφρενικός ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων (δεν ομολόγησαν ότι οι ίδιοι τούς είχαν διορίσει εξαγοράζοντας ψήφους). Πήραν εντολή από τους δανειστές να το σμικρύνουν. Όμως δεν άρχισαν την αναγκαία σμίκρυνση του κράτους σχεδιάζοντας καινούργια διοικητική - οργανωτική άρθρωση και δομή (να δουν ποιος χρειάζεται και ποιος περισσεύει). Άρχισαν να «κουρεύουν» στα τυφλά απρόσωπες αριθμητικές ποσότητες, να κληρώνουν τους ανθρώπους που θα ζήσουν και τους ανθρώπους που θα πεθάνουν – όπως αποφάσιζε ο Λένιν πόσους κουλάκους θα εκτελεί κάθε μέρα για να εφαρμοστεί η Νέα Αγροτική του Πολιτική.
Έτσι, ένα κράτος υδροκέφαλης δημοσιοϋπαλληλίας μεταμορφώθηκε, στο άψε-σβήσε, σε ισομέγεθες νοσηρό μόρφωμα συνταξιοδοτούμενων αέργων, αποκλεισμένων από κάθε ενδεχόμενο μετοχής σε οποιοδήποτε παραγωγικό εγχείρημα. Η λογική του πελατειακού κράτους, για την οποία είναι υπόδικοι όσοι μάς κυβερνούν, παρήγαγε τόσο την αναποτελεσματική, διεφθαρμένη, τυραννική του πολίτη δημοσιοϋπαλληλία όσο και τον μετασχηματισμό της σε ανενεργό πολτό συνταξιοδοτούμενης αεργίας. Ούτε λειτουργικό κράτος στην υπηρεσία της κοινωνίας αποκτήσαμε ούτε τις εξαιρέσεις που σταδιοδρόμησαν υπηρετώντας τίμια την κοινωνία και το κράτος μπορούμε να τιμήσουμε, αφού τα ασφαλιστικά ταμεία τα κατάκλεψαν οι εξουσιαστές μας.
Με αντεκδικήσεις δεν προχωράει η ζωή – με τον Τσοχατζόπουλο στη φυλακή ούτε ένας από τους διαβόητους λωποδύτες του δημόσιου χρήματος δεν εμφάνισε μεταμέλεια, συντριβή ή φόβο ότι θα έρθει και η σειρά του. Αντεκδικήσεις όχι, αλλά μια κοινή λογική των σχέσεων συνύπαρξης, θεσμοποιημένη, είναι εντελώς απαραίτητη για να λειτουργήσει οργανωμένος συλλογικός βίος. Η θεσμοποίηση της κοινής λογικής συνεπάγεται ελεγχόμενη την εφαρμογή της, η μη εφαρμογή της συνεπάγεται συνέπειες ποινικές (νέμεση). Οι ποινικές συνέπειες για τη λωποδυσία κοινωνικού χρήματος και για την αχαλίνωτη, μετά δόλου ψευδολογία των διεκδικητών της εξουσίας θα μπορούσε να συμφωνηθεί να περιοριστούν σε μόνη τη δήμευση των κλαπέντων, την εκποίηση των περιουσιών τους για να αποκατασταθεί η ζημία του Δημοσίου.
Μια συλλογικότητα που έχει χάσει τον άξονα της λειτουργικής, λογικής συνοχής της και περιστρέφεται με ιλιγγιώδη, φυγόκεντρη, διαλυτική κάθε συνεκτικού άλλοτε ιστού φορά μόνο γύρω από τα συμφέροντα (όσο διαρκέσουν) κάποιων «νταβατζήδων», μια τέτοια κοινωνία δεν χρειάζεται ούτε «γνήσια» κεντροαριστερά ιδεολογήματα, ούτε τα εντυπωσιακά ρητορεύματα οποιουδήποτε ταλαντούχου Τσίπρα, ούτε κάποια συνετή, σοφή παρέμβαση της Ακαδημίας Αθηνών, ούτε τις παιδαριώδεις ηθικολογίες θρησκευτικών κηρυγμάτων. Χρειάζεται μια χούφτα δικαστές πιστούς στον όρκο τους – όρκο πιστότητας στη λογική της συλλογικότητας. Να καθίσουν στο σκαμνί την περιενδεδυμένη οσεσδήποτε τηβένους εξουσίας λωποδυσία. Και το δόλιο ψεύδος.


Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 22-06-2014