Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Η Σφαγή της Χίου. 30 Μαρτίου 1822......Όλοι οι υπόλοιποι σφάχθηκαν ανελέητα, εκτός των αγοριών από 3-12 ετών και των γυναικών από 3-40 ετών που αιχμαλωτίσθηκαν και πουλήθηκαν από Εβραίους δουλεμπόρους σε παζάρια της Δύσης και της Ανατολής....Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν …». Όταν ο ίδιος απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη αναφορά για την ανακατάληψη του νησιού, απέστειλε μαζί και πέντε φορτία με κομμένα κεφάλια και δύο φορτία με κομμένα αυτιά...Έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια και κατόπιν τα διατηρούσαν στην άλμη και τα τοποθετούσαν σε βαρέλια. Τα έστελναν στον Σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους.. .

 30 Μαρτίου 1822

 Eugène Delacroix, Η σφαγή της Χίου, 1824

Η σφαγή της Χίου αναφέρεται στη φριχτή θανάτωση και στον εξανδραποδισμό δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Χίου από τον Οθωμανικό στρατό. Το γεγονός συνέβη στην Χίο, την 30ή Μαρτίου του 1822. Είχε προηγηθεί ο ξεσηκωμός του νησιού, στις 11 Μαρτίου 1822, με την απόβαση εκστρατευτικού σώματος Σαμιωτών.

Γεγονότα

Την περίοδο αυτή η Χίος διέθετε πολύ μεγάλη και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα, που ευημερούσε βασιζόμενη στην καλλιέργεια της μαστίχας. Απολάμβανε μάλιστα σημαντικά προνόμια από τους Οθωμανούς, για τους οποίους η μαστίχα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό προϊόν. Συνέπεια των προνομίων ήταν η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του νησιού, που αριθμούσε το 1822 περί τους 120.000 Χριστιανούς κατοίκους. Ωστόσο, ο πληθυσμός ζούσε κάτω από την οθωμανική καταπίεση. Για την πρόληψη επανάστασης, είχαν μεταφερθεί στο νησί στρατεύματα από τη Μικρά Ασία και είχε τοποθετηθεί ως διοικητής του νησιού ο σκληρός Βαχίτ πασάς.

Οι Χιώτες έκαναν καταναγκαστικές εργασίες για την ενίσχυση των οχυρώσεων και ταυτόχρονα αναγκάζονταν να συντηρούν αυτόν τον «μαχαιροφόρο όχλο» με την απειλή της βίας. Οι οθωμανοί καθημερινά έκαναν αρπαγές και φόνους στην πόλη και στα χωριά ατιμωρητί. Σχέδια για εξέγερση στη Χίο γίνονταν από τους πρώτους μήνες της Επαναστάσεως, το 1821, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του Τομπάζη. Τον Ιούλιο του ’21 είχε αναλάβει την οργάνωση της εξέγερσης ο Ιωάννης Ράλλης, Χιώτης Φιλικός και άλλοτε έμπορος στην Οδησσό. Όμως Χιώτες έμποροι των Κυκλάδων τον έπεισαν ότι αυτή η επιχείρηση ήταν άκαιρη και επικίνδυνη, κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο ίδιος ο επικεφαλής της Επαναστάσεως, Αλέξανδρος Υψηλάντης.

Λυκούργος Λογοθέτης

Τον Μάρτιο του 1822 η Χίος μπήκε τελικά και αυτή στον Αγώνα, όταν ο Χιώτης Αντώνης Χατζή-Μπουρνιάς, που υπήρξε αξιωματικός του Ναπολέοντα κατά την Αιγυπτιακή εκστρατεία, με περίπου διακόσιους άνδρες, αποβιβάστηκαν στη Σάμο και κάλεσαν τον Σαμιώτη Λυκούργο Λογοθέτη να κηρύξει την Επανάσταση και στη Χίο.

Ο Σουλτάνος που, όπως φαίνεται γνώριζε τις κινήσεις τους, είχε προετοιμάσει το στόλο του και αξιόλογη στρατιωτική δυνάμη και ήταν έτοιμος να επέμβει, αν ξεσπούσε επαναστατικό κίνημα στη Χίο. Παράλληλα, διέταξε τον φόνο τριών ομήρων από τη Χίο, των προκρίτων Μιχαήλ Ροδοκανάκη, Μιχαήλ Σκυλίτση και Θεοδώρου Ράλλη καθώς και 60 εμπόρων που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη. Παρά τις εκκλήσεις των επαναστατημένων στη Χίο για βοήθεια από τα ναυτικά νησιά (Ψαρά, Ύδρα και Σπέτσες), μόνον έξι Ψαριανά πλοία με πολεμοφόδια έσπευσαν να τους βοηθήσουν.

Αποφασιστική σημασία για την έκβαση της εξέγερσης είχε η απραξία της -λεγόμενης- κεντρικής κυβέρνησης, η οποία δεν απέστειλε έγκαιρα βοήθεια στους επαναστάτες. Την καθυστέρηση της βοήθειας αναφέρει και ο Γάλλος εθελοντής Maxime Raybaud, γράφοντας ότι οι προετοιμασίες για την αποστολή δύο ολμοβόλων και ξένων στρατιωτικών κράτησαν δεκατρείς ολόκληρες κρίσιμες ημέρες, ενώ μόνο για να πλεύσουν από την Πελοπόννησο μέχρι τα Ψαρά έκαναν οκτώ ημέρες! Ο Γερμανός αξιωματικός Bellier de Launay γράφει, ότι: «Αν είχαμε φτάσει 10 ημέρες νωρίτερα, θα είχε σωθεί η Χίος». Αναγνωρίζεται ωστόσο ότι αυτή η κυβέρνηση πρακτικά δεν είχε εξουσίες και ότι ανοργάνωτες εξεγέρσεις γίνονταν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας χωρίς την ίδια τραγική κατάληξη. Επίσης σημαντικό ήταν ότι η εξέγερση άρχισε Μάρτιο, οπότε ο καιρός επέτρεπε την επιχείρηση του οθωμανικού στόλου.

Το μένος και η φρικαλεότητα των Τούρκων, όπως εκδηλώθηκαν στη σφαγή της Χίου, έχει να κάνει και με το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο νησί είχαν παραχωρηθεί από την Πύλη σημαντικά προνόμια, λόγω της συστηματικής μαστιχοπαραγωγής, που διεξαγόταν αποκλειστικά εκεί. Τούτο σήμαινε ότι οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση εκ μέρους του τοπικού πληθυσμού εκλαμβανόταν ως ύψιστη ασέβεια, αχαριστία και ύβρις προς τον Σουλτάνο. Με πρωτοφανή άλλωστε αγριότητα αντιμετωπίστηκαν έναν σχεδόν μήνα αργότερα, και οι κάτοικοι της Νάουσας, η οποίοι επίσης επαναστάτησαν παρ’ όλα τα σημαντικά προνόμια που απολάμβανε η πόλης τους από την Πύλη, με αποτέλεσμα το Ολοκαύτωμά της, στις 22 Απριλίου 1822.

Εκτός των άλλων αιτίων, στην περαιτέρω αποδυνάμωση των επαναστατών συνέβαλε και η διχόνοια μεταξύ των δύο Ελλήνων ηγετών, του Μπουρνιά και του Λογοθέτη. Ο Μπουρνιάς κατά την υποχώρηση φώναζε το σύνθημα που είναι γνωστό στη Χίο: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!…». Είναι δε τέτοια η ντροπή για τη συμφορά αυτή που δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο της σφαγής στη Χίο. Οι ιστορικοί έχουν επισημάνει ότι η άρχουσα τάξη του νησιού ήταν απρόθυμη να ενταχθεί στην ελληνική εξέγερση, φοβούμενη την απώλεια της ασφάλειας και της ευημερίας της. Παρ’ όλα αυτά ο Μπουρνιάς προσπάθησε να κάνει επανάσταση με διακόσιους άνδρες συν τους άνδρες του Λογοθέτη.

Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε, όπως είδαμε, τον Σουλτάνο. Έτσι, ο Οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του Καρά Αλί, έπλευσε προς τη Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε περί τους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Με την άφιξη του μεγάλου εχθρικού στόλου οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν από το νησί, με εξαίρεση ένα τμήμα Ψαριανών, που παρακολουθούσε από απόσταση τις κινήσεις των Οθωμανών. Χωρίς σημαντική αντίσταση ο Οθωμανικός στρατός προχώρησε σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές αμάχου πληθυσμού, παρ’ όλο που η συντριπτική πλειονότητα του νησιού δεν έκανε τίποτα για να προκαλέσει τη σφαγή καθώς δεν συμμετείχε στην εξέγερση κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Χριστιανοί πωλούνται σε σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης (Christian slaves in Ιstanbul)

Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση αυτούς που ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν το Ισλάμ. Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ ένα μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Κατά τον ιστορικό Καστάνη, που ήταν παρών στη σφαγή της Χίου, ο πληθυσμός του νησιού έφθανε τις 180.000 ψυχές. Κατά τον ιστορικό Μαμούκα, ο οποίος ήταν επίσης παρών στη σφαγή, ο πληθυσμός ανερχόταν στις 140.000 με 150.000 ψυχές και κατά τα κιτάπια των Τούρκων ο πληθυσμός ανερχόταν στις 120.000 ψυχές. Εκείνο που είναι γεγονός είναι ότι στο νησί της Χίου έμειναν περί τους 1.000-2.000 άνθρωποι και περί τους 20.000 διέφυγαν…

Όλοι οι υπόλοιποι σφάχθηκαν ανελέητα, εκτός των αγοριών από 3-12 ετών και των γυναικών από 3-40 ετών που αιχμαλωτίσθηκαν και πουλήθηκαν από Εβραίους δουλεμπόρους σε παζάρια της Δύσης και της Ανατολής. Ο τότε Τούρκος τοποτηρητής της Χίου Βαχίτ πασάς, που κατέγραψε τα συμβάντα, αναφέρει ότι: «Τους μεν ηλικιωμένους επέρασαν (οι μουσουλμάνοι) γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν … τας δε ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν …». Όταν ο ίδιος απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη αναφορά για την ανακατάληψη του νησιού, απέστειλε μαζί και πέντε φορτία με κομμένα κεφάλια και δύο φορτία με κομμένα αυτιά. Καταμετρώντας τους νεκρούς αναφέρει κεφάλια ιερέων, προεστών και ανταρτών 1.109, «τελειωθέντες εν στόματι μαχαίρας» 25.000, σκλαβωμένα αγόρια και κορίτσια 5.000.

Έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια και κατόπιν τα διατηρούσαν στην άλμη και τα τοποθετούσαν σε βαρέλια. Τα έστελναν στον Σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους.. Ιδιαίτερη τιμή δινόταν, αν τα επαναστατικά κεφάλια ανήκαν σε διακεκριμένους αρχιεπισκόπους, άρχοντες του τόπου ή κληρικούς… 1.200 κεφάλια είχαν ήδη καταγραφεί στην ιστορία της μακάβριας αμοιβής που δόθηκε για τον καθένα.

Το βιβλίο της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών κάνει λόγο για 33.000 αιχμαλωτισμένες ψυχές και 33.000 σφαγμένους. Εάν όμως συλλογιστούμε τα νούμερα των εναπομεινάντων μαζί με αυτούς που κατόρθωσαν και διέφυγαν, τα νούμερα των χαμένων ψυχών είναι κατά πολύ μεγαλύτερα και αν λάβουμε υπ’ όψιν την εκτίμηση των Τούρκων όσον αφορά τον πληθυσμό.

Αντίκτυπος

E. Delacroix

Η είδηση της σφαγής της Χίου συγκλόνισε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η στάση της οποίας μεταστράφηκε απέναντι στην ελληνική επανάσταση και πλέον σταθερά υπήρξε θετική. Μετά το γεγονός αυτό το φιλελληνικό κίνημα φούντωσε και σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων φιλελλήνων έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να ενισχύσουν τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα. Σημαντική επιρροή άσκησε το γεγονός σε Ευρωπαίους καλλιτέχνες.

Εμπνευσμένος από την σφαγή της Χίου ο Γάλλος ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά ζωγράφισε τον ομώνυμο πίνακά του, που εκτέθηκε στο Παρίσι και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση της γαλλικής κοινής γνώμης για τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων. Το 2009, ένα αντίγραφο του πίνακα εκτέθηκε στο τοπικό Βυζαντινό Μουσείο της Χίου. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα αντίγραφα του έργου, με έτος δημιουργίας το 1919 (Ε. Ιωαννίδης) και συντελέστηκε με εντολή του Γεωργίου Παπανδρέου, που εκείνη την περίοδο εκτελούσε χρέη Γενικού Διευθυντή Νήσων Αιγαίου. Ακόμα δύο αντίγραφα του σπουδαίου πίνακα του Ντελακρουά εκτίθενται το ένα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, στην Αθήνα, σε μικρότερη κλίμακα (Λ. Κογεβίνας) και το άλλο στη Σχολή Καλών Τεχνών της Πράγας.

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Ιωάννης Καποδίστριας.Το όραμα του για την Ελλάδα διατυπωμένο επίσημα « Πρέπει η Ελλάς να κηρυχθεί ομοφώνως δια των Μεγάλεων Δυνάμεων χώρα αφιερωμένη αποκλειστικά και μόνο εις τας Επιστήμας και την διαφώτιση του ανθρώπινου γένους, το έδαφος της να κηρυχθεί εκ των έξω απρόσβλητο, εσωτερικά δε να κρατηθεί μακράν πάσης ξένης αναμίξεως….. τέλος οφείλει η Ελλάς να κηρυχθεί δια όλη την ανθρωπότητα κράτος Ιερόν, κέντρο εκπαιδεύσεως όλων των Εθνών!.... Αφηγείται ο ίδιος «…είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα εδώ εις την Αίγιναν, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί… γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά κατεβασμένα από τες σπηλιές (…) γέροντες μου ζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω και ότι δεν τους απέμεναν παρά εκείνα και εγώ». .

 1828–1831, 3 χρόνια κοσμογονίας για την μικρή Ελλάδα, ο μόνος που παρέλαβε χάος και έφτιαξε κράτος, ξεκίνησε ως ιδεολόγος γιατρός στην Κέρκυρα που στις επισκέψεις κατ’ οίκον έβαζε διακριτικά κάτω από το μαξιλάρι του ασθενή χρήματα για τα φάρμακα, ως κυβερνήτης αρνήθηκε μισθό (δείτε τα πόθεν έσχες των σημερινών).

Στην πρώτη περιοδεία του μετά την άφιξη του, ο λαός που είχε συγκεντρωθεί ζητωκραύγαζε όχι μόλις είδε τον Καποδίστρια ντυμένο απλά και κάτισχνο από την ταλαιπωρία αλλά τον ταχυδρομικό διανομέα ονόματι Καρδαρά που ήταν ντυμένος με βελούδινη, χρυσοκέντητη στολή. Ο Κολοκοτρώνης δεν άντεξε και του μίλησε «Και τι θέλεις να κάμνω Θεοδωράκη;» «Η εξοχότης σου να ενδυθεί την κυβερνητική του στολή», έτσι ο Καποδίστριας οδηγήθηκε σε ένα κοντινό χάνι και φόρεσε τη δεύτερη στολή του που ήταν χειρότερη από την πρώτη!
Κυβέρνησε πράγματι αυταρχικά, λες που μέσα στο χάος υπήρχε άλλος τρόπος, δεν εμπιστευόταν κανέναν παρά μόνο συγγενείς και φίλους, σύνταγμα δεν υπήρχε, ο Μαρξ τον αποκαλεί «πολιτικά ανυπόληπτο», στις διαμαρτυρίες απαντούσε «πρώτα δίνεις ψωμί σε αυτόν που πεινάει και μετά πολιτικά δικαιώματα».
Αφηγείται ο ίδιος «…είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα εδώ εις την Αίγιναν, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί… γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά κατεβασμένα από τες σπηλιές (…) γέροντες μου ζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω και ότι δεν τους απέμεναν παρά εκείνα και εγώ».
Έφτιαξε τακτικό στρατό, έθεσε τον στόλο στην δικαιοδοσία της κυβέρνησης, μέχρι τότε τα πλοία ήταν ιδιοκτησία των καραβοκύρηδων, ίδρυσε την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, κατέστειλε την πειρατεία, ίδρυσε το Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, ακόμα τότε κυκλοφορούσε το Τουρκικό γρόσι, οργάνωσε την πρώτη στατιστική υπηρεσία που διενήργησε την πρώτη απογραφή, ίδρυσε την εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο, το ορφανοτροφείο και το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα, εφάρμοσε την πρακτική της καραντίνας των κοινοτήτων που πλήττονταν από τις επιδημίες τύφου, ελονοσίας κλπ.
Έθεσε σε λειτουργία πάνω από 100 σχολεία με 10.000 μαθητές μέσα σε μόλις τρία χρόνια. Εντυπωσιάζει η έγνοια του ακόμα και για τις λεπτομέρειες, γράφει στον δάσκαλο σχολείου στο Πόρο «στέλλω σοι ενδύματα διά τα υπό την διεύθυνσίν σου παιδία, ήτοι ανά μίαν φουστανέλλαν, δύο βρακία, ζεύγος εμβάδων, φέσιον, καπόταν και ζώνην. Αλλά πριν ενδυθώσι φρόντισον να κοπή η κόμη αυτών και να λουσθώσι καλώς. Έχε τον νουν σου ν’ αλλάζωσιν υποκάμισον και βρακίον καθ’ εβδομάδα, να πλύνη δε τα ενδύματα η οικονόμος του σχολείου. Να καταγράφης εις ιδιαίτερον κατάστιχον τα ενδύματα όσα λαμβάνεις και να μοι αναφέρης εγγράφως κατά μήνα τα περί της χρήσεως αυτών».
Εναντιώθηκε με σφοδρότητα εναντίον του τοπικισμού επιθυμώντας κράτος υπεράνω μικροσυμφερόντων. Η απέχθεια του για τους προκρίτους δηλωμένη, γράφει στον Επίσκοπο Ιγνάτιο να μην δεχθούν την χρηματική βοήθεια της Ρωσίας και Γαλλίας γιατί θα τα φάνε μεταξύ τους όπως αυτά της Αγγλίας, σημειώνοντας ότι και σε άλλες χώρες κλέβουν το κράτος αλλά πουθενά αλλού τόσο κοντά σε αυτά τα «ανθρωπάρια» δεν ζουν οικογένειες άστεγες και πεινασμένες μέσα στην αθλιότητα « Στοχασθείτε, δεσπότη μου, ότι αι άθλιαι αυταί οικογένειαι πάσχουσιν εξ αιτίας των κλεπτιστάτων αρχόντων, υπουργών τε και καπιτάνων». Όρισε ο έλεγχος των επαρχιών να περάσει από τους προκρίτους στην κεντρική διοίκηση, αποστερώντας τους και το δικαίωμα να δικάζουν αυτοί τις προσωπικές διαφορές.
Χάρις στην διπλωματική του μαεστρία κερδίσαμε πολιτική ανεξαρτησία και όχι απλά αυτονομία όπως ήταν το αρχικό σχέδιο με καταβολή φόρου υποτέλειας στον σουλτάνο (1.5 εκ. γρόσια το χρόνο). Συγκρούεται με τους Άγγλους για τα σύνορα (δεν ήθελαν την ενσωμάτωση Αιτωλίας και Ακαρνανίας που έθετε σε κίνδυνο την κυριαρχία τους στα Ιόνια νησιά) και το πολίτευμα (αξιώνουν ξένο κληρονομικό μονάρχη). Οι Άγγλοι συμφωνούν με τον Αλεξ. Μαυροκορδάτο πως μόνο η εξόντωση του θα οδηγούσε στην κατάρρευση της «κερκυραϊκής» κυβέρνησης, όπως την έλεγαν ειρωνικά. Η υπονόμευση του Κυβερνήτη από εσωτερικό και εξωτερικό έχει αρχίσει, αποκορύφωμα της, η περίφημη ανταρσία της Ύδρας.
Γράφει ο Β. Ραφαηλίδης: «Οι πιο ισχυρές οικογένειες στην Ελλάδα ήταν αυτές των Κουντουριωτών και Μιαούληδων της Ύδρας. Ο Λάζαρος Κουντουριώτης, πανίσχυρος εφοπλιστής διέθεσε τα ¾ της περιουσίας του υπέρ του αγώνα και έγινε ήρωας χωρίς να κάνει τίποτα άλλο. Όμως το ¼ που κράτησε για τον εαυτό του ήταν τόσο μεγάλο σε απόλυτους αριθμούς που έφτανε και περίσσευε για να ελέγχει τα πάντα, μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Γεώργιο και τον Ανδρέα Μιαούλη ονειρεύονταν τους εαυτούς τους άρχοντες, όχι μόνο της μικρής Ύδρας αλλά ολόκληρης της Ελλάδας. Όπως ήταν φυσικό, ο ερχομός του «ξένου» Καποδίστρια τους χαλούσε τα σχέδια, κηρύσσουν ανυπακοή και στην πραγματικότητα ανακηρύσσουν την Ύδρα πρωτεύουσα μιας άλλης Ελλάδας, όπου τον πρώτο ρόλο θα παίζουν τα πλούσια νησιά του Αιγαίου υποταγμένα σε αυτούς. Ο Καποδίστριας τραβάει τα μαλλιά του, δίνει εντολή στον Κανάρη να ετοιμάσει τον αγκυροβολημένο στον Πόρο ελληνικό στόλο να αποκλείσει την Ύδρα. Όμως, ο Μιαούλης με μια πειρατική ενέργεια από κείνες που μόνο αυτός ήξερε να οργανώνει καταλαμβάνει τον στόλο και συλλαμβάνει αιχμάλωτο τον δύστυχο Κανάρη, τον μέχρι χθες συμπολεμιστή του. Ο Καποδίστριας ζητά τη βοήθεια των πρεσβευτών Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Ο Άγγλος και ο Γάλλος του την αρνούνται, η υπονόμευση του γίνεται πια επίσημη. Ζητάει απ’ τον Μιαούλη να φύγει ήσυχα, ο Υδραίος εγκλωβισμένος απ’ τον εμπορικό στόλο, γίνεται θηρίο και πυρπολεί τη μεγάλη φραγάτα «Ελλάς». Σημαδιακό το όνομα του πλοίου. Η πυρπόληση της «Ελλάς» απ’ τον ίδιο τον Έλληνα, συμβαίνει την 1η Αυγούστου 1831, μαύρη ημέρα της Ιστορίας μας , τώρα που αρχίζουν οι επετειακές εκδηλώσεις για τα 200χρονα της Επανάστασης ας την ξαναθυμηθούμε.Το πείραμα Καποδίστρια απέτυχε γιατί οι Έλληνες θέλουν να έχουν κράτος αρκεί να είναι το δικό τους κράτος, μέχρι και σήμερα η Ελλάδα είναι γεμάτη Μιαούληδες.
Εάν ο Έλληνας διορίσει το εαυτό του και όλη του την οικογένεια στο Δημόσιο τότε μόνο αναγνωρίζει το κράτος ως Ελληνικό αλλιώς του είναι ξένο. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ισχυρίζεται ο,τι η Ελλάδα τού όφειλε, δεν της όφειλε. Ο Καποδίστριας του απαντά πως αυτός και άλλοι 25 ήταν η κατάρα του έθνους!
Για τον ακέραιο χαρακτήρα του, ο Γκαίτε γράφει «Ο Καποδίστριας πίστευε ότι θα μπορούσε να κάνει όλους τους ανθρώπους τόσο τίμιους όσο τίμιος ήταν και ο ίδιος» προσθέτει όμως προφητικά «Θα σας αποκαλύψω ένα μυστικό, που θα φανερωθεί αργά ή γρήγορα. Ο Καποδίστριας δεν θα κυβερνά πολύν καιρό ακόμα την Ελλάδα.. Δεν έχουμε κανένα παράδειγμα όπου άνθρωπος γραφείου υπέταξε στρατηγούς!. Στο άκουσμα της δολοφονίας του κραυγάζει « από σήμερα, παύω να είμαι Φιλέλλην….». Αντίθετα, η εφημερίδα της Ύδρας «Απόλλων», όργανο του Μαυροκορδάτου, 10 μέρες μετά την δολοφονία θα κυκλοφορήσει το τελευταίο φύλλο της με τίτλο: «Παύομεν την έκδοσιν της εφημερίδος μας, επειδή απολαύσαμεν τον σκοπόν μας - ο τύραννος δεν υπάρχει πλέον».
Ο Κ. Τσάτσος γράφει «Αν ο Βενιζέλος έκανε τη Μεγάλη Ελλάδα, ο Καποδίστριας έκανε την ίδια την Ελλάδα».
Το όραμα του για την Ελλάδα διατυπωμένο επίσημα « Πρέπει η Ελλάς να κηρυχθεί ομοφώνως δια των Μεγάλεων Δυνάμεων χώρα αφιερωμένη αποκλειστικά και μόνο εις τας Επιστήμας και την διαφώτιση του ανθρώπινου γένους, το έδαφος της να κηρυχθεί εκ των έξω απρόσβλητο, εσωτερικά δε να κρατηθεί μακράν πάσης ξένης αναμίξεως….. τέλος οφείλει η Ελλάς να κηρυχθεί δια όλη την ανθρωπότητα κράτος Ιερόν, κέντρο εκπαιδεύσεως όλων των Εθνών!

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Ο Θούριος του Ρήγα, το φλογερό άσμα της Ελληνικής Επανάστασης

 

«Κάθε φορά που μελετούμε την ιστορία του μεγάλου μας Εικοσιένα, αν θέλουμε να βγάλουμε σωστά συμπεράσματα, πρέπει να μπούμε στο νόημα της συμβολής και της δράσης του Ρήγα Βελεστινλή και της φιλικής Εταιρείας. Δεν αρκούν οι ύμνοι στους μεγάλους αγωνιστές του απελευθερωτικού εθνικού αγώνα. Μαζί με τους ύμνους πρέπει ν’ αναπαραστήσουμε την εποχή που έδωσαν το «παρών», όταν ακούστηκε το εγερτήριο σάλπισμα. … Για τον Ρήγα όλοι οι λαοί, ανεξάρτητα από φυλετικές διακρίσεις, είχαν τα ίδια δικαιώματα. Κοινός εχτρός τους ήταν ο Σουλτάνος και οι Τούρκοι πασάδες. Δηλαδή το τουρκικό καθεστώς που με τα όργανά του καταπίεζε σκληρά τη χριστιανική φτωχολογιά σε όλη τη Βαλκανική και Ασία και ακόμα και τους φτωχούς Τούρκους αγρότες» σημειώνει ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος («Ρήγας Βελεστινλής, Ο πρόδρομος της βαλκανικής ιδέας»).

Το 1797 ο Ρήγας γράφει τη «Χάρτα των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων», μιλάει για τον ελεύθερο άνθρωπο και γίνεται ουσιαστικά ο πρωτεργάτης της Ελληνικής Επανάστασης. Συλλαμβάνεται από τις οθωμανικές αρχές και στις 12 Ιουνίου 1798, στραγγαλίζεται από τους Τούρκους φρουρούς του σε κάποιο υγρό κελί του φρουρίου Neboisa του Βελιγραδίου, μαζί με τους συντρόφους του. Οι δήμιοί του στη συνέχεια πετάνε το άψυχο σώμα του στα νερά του Δούναβη. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα το όνειρό του για επανάσταση κατά του τουρκικού ζυγού θα γίνει πραγματικότητα.

Το Φρούριο Neboisa στο Βελιγράδι, τόπος μαρτυρίου του Ρήγα

Ο «Θούριος» του Ρήγα, γραμμένος στη Βιέννη, επίσης το 1797, είναι ο πλέον διαδεδομένος προεπαναστατικός πατριωτικός ύμνος. Στους πρώτους στίχους του εξαίρεται η ιδέα της ελεύθερης ζωής και αντηχεί το προσκλητήριο της Επανάστασης στους σκλαβωμένους Έλληνες, οι οποίοι δεσμεύονται με ιερό όρκο ότι θα αγωνιστούν, για να ελευθερώσουν το υπόδουλο γένος τους. Στην εποχή της πολύχρονης σκλαβιάς, της απολυταρχικής οθωμανικής τυραννίας, ο Ρήγας Βελεστινλής είχε συλλάβει πως για την επανάσταση των σκλαβωμένων Ελλήνων και των άλλων βαλκανικών λαών, προς απόκτηση της ελευθερίας τους, χρειαζόταν πρωτίστως υψηλό ηθικό και κινητοποίηση των ιδανικών του ανθρώπου. Γνώριζε καλά πως δεν ήταν δυνατόν οι σκλαβωμένοι να υπερβούν τις ψυχολογικές δυσκολίες και πιέσεις και να προχωρήσουν σε επανάσταση χωρίς μια δυναμικά συγκροτημένη πνευματική και ηθική βάση του αγώνα τους. Γνώριζε επίσης πως με τα ενθουσιώδη τραγούδια, τους παιάνες, θα ήταν δυνατόν να παρακινηθούν, να ενθουσιαστούν οι υπόδουλοι ραγιάδες.

Έτσι ο Ρήγας κατέστη ο πνευματικός πρωτεργάτης του Μεγάλου Ξεσηκωμού, εκείνος που με την πένα του και τη μεγάλη ψυχή του ενέπνευσε τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στους συμπατριώτες του μες στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, ενώ με το αδούλωτο φρόνημά του και τις γραφές του μπόλιασε τους σκλαβωμένους Έλληνες με την ακοίμητη φλόγα της Επανάστασης που ολοένα και ωρίμαζε στη συνείδηση και στη δράση τους.

Ο «Θούριος» γράφτηκε, για να τραγουδιέται σε συγκεντρώσεις με βασικό σκοπό τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Υιοθετεί τον τίτλο «Θούριος», για να εξηγήσει τον ορμητικό και επικό χαρακτήρα του. Πρόκειται ουσιαστικά για μια επαναστατική προκήρυξη γραμμένη σε στίχους. Ο Γιάννης Κορδάτος χαρακτηρίζει τον «Θούριο» ως «παμβαλκανικό εγερτήριο». Επειδή ο Ρήγας ήθελε να φέρει το έργο του στα χείλη του λαού, έγραψε στην προμετωπίδα πως θα έπρεπε να τραγουδιέται στη μελωδία ενός δημοφιλούς άσματος της Χαλκιδικής, που υμνούσε τα κατορθώματα του Λάμπρου Κατσώνη, με τίτλο: «Μια προσταγή μεγάλη». Υπήρχε και αυθεντική λαϊκή μελωδία, με την οποία διαδόθηκε το ποίημα, η οποία ωστόσο δεν σώθηκε.

Μεταφέρουμε ολόκληρο το ποίημα του Ρήγα «Θούριος» (από το βιβλίο «Ρήγα Βελεστινλή, Τα Επαναστατικά», πέμπτη έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα, Αθήνα 2005, όπως μεταφέρθηκε στo «Δημήτριος Καραμπερόπουλος, Ο Θούριος του Ρήγα – Εμψυχωτής των Ραγιάδων Επαναστατών», έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα, Αθήνα 2009):

ΘΟΥΡΙΟΣ

ήτοι ορμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος,
εις τον ήχον Μία προσταγή μεγάλη

Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;

Καλλιό ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθείς,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς·
δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά ‘φορμή.

Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν·
οι Νόμοι ναν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός·
γιατί κ’ η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά·
να ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν:

Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί, και υψώντες τας χείρας
προς τον ουρανόν, κάμνουν τον Όρκον:

«Ω βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να ‘ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ‘μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!».

Σ’ Ανατολή και Δύσι και Νότον και Βοριά,
για την Πατρίδα όλοι να ‘χωμεν μια καρδιά·
στην πίστιν του καθένας ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή,
για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμασθ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ’ απ’ την Τυραννίαν, πήγαν στην ξενιτειά,
στον τόπον του καθένας ας έλθη τώρα πια·
και όσοι του πολέμου την τέχνην αγροικούν,
εδώ ας τρέξουν όλοι, Τυρράνους να νικούν·
η Ρούμελη τους κράζει μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφφικιάλος[1], σε ξένους βασιλείς;
Έλα να γένης στύλος δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την Πατρίδα κανένας να χαθή,
ή να κρεμάσει φούντα για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί·
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ’ εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας αν είναι, ας χαθούν.

Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας κοιμάσθε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια[2], Ολύμπου σταυραετοί
κι Αγράφων τα ξεφτέρια[3] γενήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια
και αίμα των Τυράννων ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάβα και Δουνάβου αδέλφια χριστιανοί,
με τ’ άρματα στο χέρι καθένας ας φανή·
το αίμα σας ας βράση με δίκαιον θυμόν·
μικροί, μεγάλ’ ομώστε Τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντρειωμένοι Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε θε να σας τυραννή;
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι μ’ εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της Πατρίδος, ν’ ακούστε την λαλιά.
Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι Νόμοι σας προστάζουν να βάλετε φωτιά.
Μ’ εμάς κ’ εσείς, Μαλτέζοι, γενήτ’ ένα κορμί·
κατά της Τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας με μητρικήν φωνή.

Τι στέκεις, Πασβαντζόγλου, τόσον εκστατικός;
Τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αϊτός·
τους μπούφους και κοράκους καθόλου μη ψηφάς·
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σιλίστρα και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χοτίνι εσένα προσκαλεί·
στρατεύματά σου στείλε κ’ εκείνα προσκυνούν,
γιατί στην Τυραννίαν να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρτζή, πλια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν·
τον Μπρούσια να μοιάσης έχεις την αφορμήν.

Και συ, που στο Χαλέπι ελεύθερα φρονείς,
πασιά, καιρόν μη χάνης, στον κάμπον να φανείς·
με τα στρατεύματά σου ευθύς να σηκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια[4], για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά·
χαράτζι της Αιγύπτου στην Πόλ’ ας μη φανή,
για να ψοφήσ’ ο λύκος, οπού σας τυραννεί.

Με μια καρδίαν όλοι, μια γνώμην, μια ψυχή,
κτυπάτε του Τυράννου την ρίζαν να χαθή!
Ν’ ανάψωμεν μια φλόγα σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξ’ από την Μπόσνα και ως την Αραπιά!
Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον Σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια χτυπάτε τον εχθρόν!
Ποτέ μη στοχασθήτε πως είναι δυνατός·
καρδιοκτυπά και τρέμει σαν τον λαγό κι αυτός.
Τρακόσιοι Γκιρτζιαλήδες τον έκαμαν να διή
πως δεν μπορεί με τόπια[5], μπροστά τους να εβγή.

Λοιπόν, γιατί αργείτε; τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε, μην είσθε ενάντιοι κ’ εχθροί.
Πώς οι προπάτορές μας ωρμούσαν σαν θεριά,
για την Ελευθερίαν πηδούσαν στη φωτιά,
έτζι κ’ ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξωμεν για μια
τ’ άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά!
Να σφάξωμεν τους λύκους, που τον ζυγόν βαστούν
και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν·
στεριάς και του πελάγου να λάμψη ο Σταυρός,
κ’ εις την δικαιοσύνην να σκύψη ο εχθρός·
ο κόσμος να γλιτώση απ’ αύτην την πληγή
κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια, εις την Γη!

[1] Αξιωματούχος.
[2] Τίγρεις.
[3] Γεράκια.
[4 Λιοντάρια.
[5] Οι μπάλες των κανονιών, τα κανόνια.

Σήμερα, η πλέον διαδεδομένη μελοποίηση του Θουρίου είναι του συνθέτη Χρήστου Λεοντή και προέρχεται από τον δίσκο του 1976, με τίτλο «Παραστάσεις». Το έργο είναι γραμμένο μέσα στη Δικτατορία, για να παρακαμφθεί η λογοκρισία του. Η αξέχαστη ερμηνεία του Θουρίου ανήκει στον Νίκο Ξυλούρη, που με την αγγελική φωνή του συνέδεσε τον Θούριο με τους αγώνες του λαού μας και στη νεώτερη ιστορία του τόπου μας. Η μελοποίηση περιλαμβάνει τους οχτώ πρώτους στίχους, με τον 7ο και τον 8ο στίχο να λειτουργούν ως ρεφρέν.

Άλλη μία λιγότερο γνωστή, πιο πρόσφατη μελοποίηση του Θουρίου είναι εκείνη των 8 πρώτων στίχων του από τον μουσικοσυνθέτη Λάκη Χαλκιά.

Η συμβολή του Γάλλου Φιλέλληνα Κλωντ Φωριέλ

Ο Κλωντ Φωριέλ

Ο Claude Charles Fauriel (Κλωντ Σαρλ Φωριέλ, 21 Οκτωβρίου 1772 – 15 Ιουλίου 1844) ήταν Γάλλος ακαδημαϊκός φιλόλογος, ιστορικός και κριτικός, που έγινε ευρύτερα γνωστός στην Ελλάδα κυρίως για τη σημαντική συλλογή δημοτικών τραγουδιών «Chants populaires de la Gréce moderne», με εισαγωγή στη λαϊκή ποίηση, που συγκέντρωσε, μετέφρασε και εξέδωσε σε δύο τόμους (1824-1825), στο Παρίσι.

Το φιλλεληνικό έργο του Φωριέλ θεωρείται ότι βοήθησε εξαιρετικά τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων, για πολλούς ίσως πολύ περισσότερο ακόμα και από οποιαδήποτε υλική βοήθεια από το εξωτερικό. Μεταξύ άλλων κλέφτικων και δημοτικών τραγουδιών της Ελλάδος, ο Φωριέλ συμπεριέλαβε στη Συλλογή του και τον Θούριο του Ρήγα, αποτελώντας έτσι τον πρώτο μεταφραστή και εκδότη του Θουρίου στο εξωτερικό. Χάρη στην έκδοση αυτή του Φωριέλ, ο Θούριος διαδόθηκε γρήγορα και έκανε ευρύτερα γνωστά τα δίκαια και τα βάσανα των επαναστατημένων Ελλήνων, ξεσηκώνοντας ένα κύμα φιλελληνικού ενθουσιασμού και υποστήριξης του αγώνα τους.

Γράφει συγκεκριμένα ο ίδιος ο Φωριέλ, στο κεφάλαιο «Πολεμικοί ύμνοι του Ρήγα»: «Θα περίμενε κανείς να πω εδώ κάτι για τους πατριωτικούς ύμνους του Ρήγα. Θα παραδεχόμουν ότι, αν τους εκτιμήσει κανείς σύμφωνα με τις αρχές της [ποιητικής] τέχνης και του γούστου, αυτοί οι ύμνοι δεν μου φαίνονται μεγάλης ποιητικής αξίας. Ο συγκεκριμένος ύμνος που παραθέτω εδώ, δεν φαίνεται να είναι μια διακεκριμένη σύνθεση στο είδος του, αλλά είναι μακράν ο καλύτερος, ο πιο πρωτότυπος για τον συναισθηματικό τόνο και τις ιδέες του, με λίγα λόγια είναι αυτός που χτυπάει κατ’ ευθείαν στον στόχο για τον οποίο έχει γραφτεί. Αν κρίνει κανείς αυτόν τον ύμνο (και τους άλλους) από την εντύπωση που προκάλεσαν και εξακολουθούν να προκαλούν στους Έλληνες, είναι υποχρεωμένος να εκφράσει μια πολύ πιο ευνοϊκή γνώμη. Από τις διάφορες μαρτυρίες που θα μπορούσα να παραθέσω εδώ για ν’ αποδείξω ότι ο Ρήγας ήξερε να αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς και της φαντασίας των συμπατριωτών του, θα σας διηγηθώ μια ιστορία που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική.

Στα 1817 ένας Έλληνας φίλος μου ταξίδευε στη Μακεδονία μαζί με έναν καλόγερο. Όταν έφτασαν σε ένα χωριό που δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του, σταμάτησαν για να ξεκουραστούν σε έναν φούρνο που ήταν ταυτόχρονα και πανδοχείο. Εκεί ήταν ένας νεαρός φούρναρης, του οποίου η εμφάνιση τους έκανε εντύπωση. Ήταν ένας νεαρός Ηπειρώτης με υπέροχο ανάστημα, με μια φυσιογνωμία που εξέφρασε μια περήφανη ομορφιά, του οποίου τα γυμνά χέρια και πόδια ήταν η σωματική χάρη χυτεμένη στο σφρίγος τους. Κοιτούσε επίμονα τους ταξιδιώτες και λέει στον ένα: “Ξέρετε να διαβάζετε;”. “Nαι του απαντά αυτός”, και αμέσως ο νεαρός Ηπειρώτης τους προσκαλεί να πάνε μαζί του σε ένα γειτονικό χωράφι. Ο ταξιδιώτης ακολούθησε τον νεαρό σε έναν κήπο και οι δύο καθήσαν σε ένα βράχο που ήταν στην άκρη ενός χωραφιού με σιτάρι. Ο νεαρός άνδρας βάζει το χέρι μέσα στον κόρφο του και τραβάει κάτι που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του. Ήταν ένα μικρό βιβλίο που το παρουσίασε στον επισκέπτη και τον παρακάλεσε να διαβάσει κάτι από το βιβλίο που περιείχε τα τραγούδια του Ρήγα. Ο ταξιδιώτης το πήρε και άρχισε όχι να τραγουδά, αλλά να απαγγέλει με έμφαση. Αφού συνέχισε την απαγγελία του, κάποια στιγμή σήκωσε λίγο τα μάτια του από το βιβλίο, και είδε με έκπληξη, ότι ο ακροατής του δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Το πρόσωπο του έκαιγε, και όλα τα χαρακτηριστικά του σε έξαψη, τα χείλη του ημιανοικτά, δύο ποτάμια δάκρυα χύνονταν από τα μάτια του, και οι τρίχες στο στήθος του ολόρθες. “Είναι η πρώτη φορά που διαβάζετε αυτό το βιβλίο;”, ρώτησε τον νεαρό ο ταξιδιώτης. “Όχι, ζητάω από κάθε ταξιδιώτη που ξέρει να μου τα διαβάζει, και τα έχω ακούσει όλα”. “Με την ίδια συγκίνηση;”, τον ρωτάει ο ταξιδιώτης. “Ναι με την ίδια!”, του απαντά ο νεαρός». Και συνεχίζει ο Φωριέλ παραθέτοντας τον Θούριο!