Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Ο Θούριος του Ρήγα, το φλογερό άσμα της Ελληνικής Επανάστασης

 

«Κάθε φορά που μελετούμε την ιστορία του μεγάλου μας Εικοσιένα, αν θέλουμε να βγάλουμε σωστά συμπεράσματα, πρέπει να μπούμε στο νόημα της συμβολής και της δράσης του Ρήγα Βελεστινλή και της φιλικής Εταιρείας. Δεν αρκούν οι ύμνοι στους μεγάλους αγωνιστές του απελευθερωτικού εθνικού αγώνα. Μαζί με τους ύμνους πρέπει ν’ αναπαραστήσουμε την εποχή που έδωσαν το «παρών», όταν ακούστηκε το εγερτήριο σάλπισμα. … Για τον Ρήγα όλοι οι λαοί, ανεξάρτητα από φυλετικές διακρίσεις, είχαν τα ίδια δικαιώματα. Κοινός εχτρός τους ήταν ο Σουλτάνος και οι Τούρκοι πασάδες. Δηλαδή το τουρκικό καθεστώς που με τα όργανά του καταπίεζε σκληρά τη χριστιανική φτωχολογιά σε όλη τη Βαλκανική και Ασία και ακόμα και τους φτωχούς Τούρκους αγρότες» σημειώνει ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος («Ρήγας Βελεστινλής, Ο πρόδρομος της βαλκανικής ιδέας»).

Το 1797 ο Ρήγας γράφει τη «Χάρτα των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων», μιλάει για τον ελεύθερο άνθρωπο και γίνεται ουσιαστικά ο πρωτεργάτης της Ελληνικής Επανάστασης. Συλλαμβάνεται από τις οθωμανικές αρχές και στις 12 Ιουνίου 1798, στραγγαλίζεται από τους Τούρκους φρουρούς του σε κάποιο υγρό κελί του φρουρίου Neboisa του Βελιγραδίου, μαζί με τους συντρόφους του. Οι δήμιοί του στη συνέχεια πετάνε το άψυχο σώμα του στα νερά του Δούναβη. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα το όνειρό του για επανάσταση κατά του τουρκικού ζυγού θα γίνει πραγματικότητα.

Το Φρούριο Neboisa στο Βελιγράδι, τόπος μαρτυρίου του Ρήγα

Ο «Θούριος» του Ρήγα, γραμμένος στη Βιέννη, επίσης το 1797, είναι ο πλέον διαδεδομένος προεπαναστατικός πατριωτικός ύμνος. Στους πρώτους στίχους του εξαίρεται η ιδέα της ελεύθερης ζωής και αντηχεί το προσκλητήριο της Επανάστασης στους σκλαβωμένους Έλληνες, οι οποίοι δεσμεύονται με ιερό όρκο ότι θα αγωνιστούν, για να ελευθερώσουν το υπόδουλο γένος τους. Στην εποχή της πολύχρονης σκλαβιάς, της απολυταρχικής οθωμανικής τυραννίας, ο Ρήγας Βελεστινλής είχε συλλάβει πως για την επανάσταση των σκλαβωμένων Ελλήνων και των άλλων βαλκανικών λαών, προς απόκτηση της ελευθερίας τους, χρειαζόταν πρωτίστως υψηλό ηθικό και κινητοποίηση των ιδανικών του ανθρώπου. Γνώριζε καλά πως δεν ήταν δυνατόν οι σκλαβωμένοι να υπερβούν τις ψυχολογικές δυσκολίες και πιέσεις και να προχωρήσουν σε επανάσταση χωρίς μια δυναμικά συγκροτημένη πνευματική και ηθική βάση του αγώνα τους. Γνώριζε επίσης πως με τα ενθουσιώδη τραγούδια, τους παιάνες, θα ήταν δυνατόν να παρακινηθούν, να ενθουσιαστούν οι υπόδουλοι ραγιάδες.

Έτσι ο Ρήγας κατέστη ο πνευματικός πρωτεργάτης του Μεγάλου Ξεσηκωμού, εκείνος που με την πένα του και τη μεγάλη ψυχή του ενέπνευσε τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στους συμπατριώτες του μες στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, ενώ με το αδούλωτο φρόνημά του και τις γραφές του μπόλιασε τους σκλαβωμένους Έλληνες με την ακοίμητη φλόγα της Επανάστασης που ολοένα και ωρίμαζε στη συνείδηση και στη δράση τους.

Ο «Θούριος» γράφτηκε, για να τραγουδιέται σε συγκεντρώσεις με βασικό σκοπό τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Υιοθετεί τον τίτλο «Θούριος», για να εξηγήσει τον ορμητικό και επικό χαρακτήρα του. Πρόκειται ουσιαστικά για μια επαναστατική προκήρυξη γραμμένη σε στίχους. Ο Γιάννης Κορδάτος χαρακτηρίζει τον «Θούριο» ως «παμβαλκανικό εγερτήριο». Επειδή ο Ρήγας ήθελε να φέρει το έργο του στα χείλη του λαού, έγραψε στην προμετωπίδα πως θα έπρεπε να τραγουδιέται στη μελωδία ενός δημοφιλούς άσματος της Χαλκιδικής, που υμνούσε τα κατορθώματα του Λάμπρου Κατσώνη, με τίτλο: «Μια προσταγή μεγάλη». Υπήρχε και αυθεντική λαϊκή μελωδία, με την οποία διαδόθηκε το ποίημα, η οποία ωστόσο δεν σώθηκε.

Μεταφέρουμε ολόκληρο το ποίημα του Ρήγα «Θούριος» (από το βιβλίο «Ρήγα Βελεστινλή, Τα Επαναστατικά», πέμπτη έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα, Αθήνα 2005, όπως μεταφέρθηκε στo «Δημήτριος Καραμπερόπουλος, Ο Θούριος του Ρήγα – Εμψυχωτής των Ραγιάδων Επαναστατών», έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα, Αθήνα 2009):

ΘΟΥΡΙΟΣ

ήτοι ορμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος,
εις τον ήχον Μία προσταγή μεγάλη

Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;

Καλλιό ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθείς,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς·
δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά ‘φορμή.

Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν·
οι Νόμοι ναν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός·
γιατί κ’ η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά·
να ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν:

Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί, και υψώντες τας χείρας
προς τον ουρανόν, κάμνουν τον Όρκον:

«Ω βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να ‘ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ‘μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!».

Σ’ Ανατολή και Δύσι και Νότον και Βοριά,
για την Πατρίδα όλοι να ‘χωμεν μια καρδιά·
στην πίστιν του καθένας ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή,
για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμασθ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ’ απ’ την Τυραννίαν, πήγαν στην ξενιτειά,
στον τόπον του καθένας ας έλθη τώρα πια·
και όσοι του πολέμου την τέχνην αγροικούν,
εδώ ας τρέξουν όλοι, Τυρράνους να νικούν·
η Ρούμελη τους κράζει μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφφικιάλος[1], σε ξένους βασιλείς;
Έλα να γένης στύλος δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την Πατρίδα κανένας να χαθή,
ή να κρεμάσει φούντα για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί·
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ’ εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας αν είναι, ας χαθούν.

Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας κοιμάσθε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια[2], Ολύμπου σταυραετοί
κι Αγράφων τα ξεφτέρια[3] γενήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια
και αίμα των Τυράννων ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάβα και Δουνάβου αδέλφια χριστιανοί,
με τ’ άρματα στο χέρι καθένας ας φανή·
το αίμα σας ας βράση με δίκαιον θυμόν·
μικροί, μεγάλ’ ομώστε Τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντρειωμένοι Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε θε να σας τυραννή;
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι μ’ εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της Πατρίδος, ν’ ακούστε την λαλιά.
Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι Νόμοι σας προστάζουν να βάλετε φωτιά.
Μ’ εμάς κ’ εσείς, Μαλτέζοι, γενήτ’ ένα κορμί·
κατά της Τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας με μητρικήν φωνή.

Τι στέκεις, Πασβαντζόγλου, τόσον εκστατικός;
Τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αϊτός·
τους μπούφους και κοράκους καθόλου μη ψηφάς·
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σιλίστρα και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χοτίνι εσένα προσκαλεί·
στρατεύματά σου στείλε κ’ εκείνα προσκυνούν,
γιατί στην Τυραννίαν να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρτζή, πλια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν·
τον Μπρούσια να μοιάσης έχεις την αφορμήν.

Και συ, που στο Χαλέπι ελεύθερα φρονείς,
πασιά, καιρόν μη χάνης, στον κάμπον να φανείς·
με τα στρατεύματά σου ευθύς να σηκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια[4], για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά·
χαράτζι της Αιγύπτου στην Πόλ’ ας μη φανή,
για να ψοφήσ’ ο λύκος, οπού σας τυραννεί.

Με μια καρδίαν όλοι, μια γνώμην, μια ψυχή,
κτυπάτε του Τυράννου την ρίζαν να χαθή!
Ν’ ανάψωμεν μια φλόγα σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξ’ από την Μπόσνα και ως την Αραπιά!
Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον Σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια χτυπάτε τον εχθρόν!
Ποτέ μη στοχασθήτε πως είναι δυνατός·
καρδιοκτυπά και τρέμει σαν τον λαγό κι αυτός.
Τρακόσιοι Γκιρτζιαλήδες τον έκαμαν να διή
πως δεν μπορεί με τόπια[5], μπροστά τους να εβγή.

Λοιπόν, γιατί αργείτε; τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε, μην είσθε ενάντιοι κ’ εχθροί.
Πώς οι προπάτορές μας ωρμούσαν σαν θεριά,
για την Ελευθερίαν πηδούσαν στη φωτιά,
έτζι κ’ ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξωμεν για μια
τ’ άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά!
Να σφάξωμεν τους λύκους, που τον ζυγόν βαστούν
και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν·
στεριάς και του πελάγου να λάμψη ο Σταυρός,
κ’ εις την δικαιοσύνην να σκύψη ο εχθρός·
ο κόσμος να γλιτώση απ’ αύτην την πληγή
κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια, εις την Γη!

[1] Αξιωματούχος.
[2] Τίγρεις.
[3] Γεράκια.
[4 Λιοντάρια.
[5] Οι μπάλες των κανονιών, τα κανόνια.

Σήμερα, η πλέον διαδεδομένη μελοποίηση του Θουρίου είναι του συνθέτη Χρήστου Λεοντή και προέρχεται από τον δίσκο του 1976, με τίτλο «Παραστάσεις». Το έργο είναι γραμμένο μέσα στη Δικτατορία, για να παρακαμφθεί η λογοκρισία του. Η αξέχαστη ερμηνεία του Θουρίου ανήκει στον Νίκο Ξυλούρη, που με την αγγελική φωνή του συνέδεσε τον Θούριο με τους αγώνες του λαού μας και στη νεώτερη ιστορία του τόπου μας. Η μελοποίηση περιλαμβάνει τους οχτώ πρώτους στίχους, με τον 7ο και τον 8ο στίχο να λειτουργούν ως ρεφρέν.

Άλλη μία λιγότερο γνωστή, πιο πρόσφατη μελοποίηση του Θουρίου είναι εκείνη των 8 πρώτων στίχων του από τον μουσικοσυνθέτη Λάκη Χαλκιά.

Η συμβολή του Γάλλου Φιλέλληνα Κλωντ Φωριέλ

Ο Κλωντ Φωριέλ

Ο Claude Charles Fauriel (Κλωντ Σαρλ Φωριέλ, 21 Οκτωβρίου 1772 – 15 Ιουλίου 1844) ήταν Γάλλος ακαδημαϊκός φιλόλογος, ιστορικός και κριτικός, που έγινε ευρύτερα γνωστός στην Ελλάδα κυρίως για τη σημαντική συλλογή δημοτικών τραγουδιών «Chants populaires de la Gréce moderne», με εισαγωγή στη λαϊκή ποίηση, που συγκέντρωσε, μετέφρασε και εξέδωσε σε δύο τόμους (1824-1825), στο Παρίσι.

Το φιλλεληνικό έργο του Φωριέλ θεωρείται ότι βοήθησε εξαιρετικά τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων, για πολλούς ίσως πολύ περισσότερο ακόμα και από οποιαδήποτε υλική βοήθεια από το εξωτερικό. Μεταξύ άλλων κλέφτικων και δημοτικών τραγουδιών της Ελλάδος, ο Φωριέλ συμπεριέλαβε στη Συλλογή του και τον Θούριο του Ρήγα, αποτελώντας έτσι τον πρώτο μεταφραστή και εκδότη του Θουρίου στο εξωτερικό. Χάρη στην έκδοση αυτή του Φωριέλ, ο Θούριος διαδόθηκε γρήγορα και έκανε ευρύτερα γνωστά τα δίκαια και τα βάσανα των επαναστατημένων Ελλήνων, ξεσηκώνοντας ένα κύμα φιλελληνικού ενθουσιασμού και υποστήριξης του αγώνα τους.

Γράφει συγκεκριμένα ο ίδιος ο Φωριέλ, στο κεφάλαιο «Πολεμικοί ύμνοι του Ρήγα»: «Θα περίμενε κανείς να πω εδώ κάτι για τους πατριωτικούς ύμνους του Ρήγα. Θα παραδεχόμουν ότι, αν τους εκτιμήσει κανείς σύμφωνα με τις αρχές της [ποιητικής] τέχνης και του γούστου, αυτοί οι ύμνοι δεν μου φαίνονται μεγάλης ποιητικής αξίας. Ο συγκεκριμένος ύμνος που παραθέτω εδώ, δεν φαίνεται να είναι μια διακεκριμένη σύνθεση στο είδος του, αλλά είναι μακράν ο καλύτερος, ο πιο πρωτότυπος για τον συναισθηματικό τόνο και τις ιδέες του, με λίγα λόγια είναι αυτός που χτυπάει κατ’ ευθείαν στον στόχο για τον οποίο έχει γραφτεί. Αν κρίνει κανείς αυτόν τον ύμνο (και τους άλλους) από την εντύπωση που προκάλεσαν και εξακολουθούν να προκαλούν στους Έλληνες, είναι υποχρεωμένος να εκφράσει μια πολύ πιο ευνοϊκή γνώμη. Από τις διάφορες μαρτυρίες που θα μπορούσα να παραθέσω εδώ για ν’ αποδείξω ότι ο Ρήγας ήξερε να αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς και της φαντασίας των συμπατριωτών του, θα σας διηγηθώ μια ιστορία που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική.

Στα 1817 ένας Έλληνας φίλος μου ταξίδευε στη Μακεδονία μαζί με έναν καλόγερο. Όταν έφτασαν σε ένα χωριό που δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του, σταμάτησαν για να ξεκουραστούν σε έναν φούρνο που ήταν ταυτόχρονα και πανδοχείο. Εκεί ήταν ένας νεαρός φούρναρης, του οποίου η εμφάνιση τους έκανε εντύπωση. Ήταν ένας νεαρός Ηπειρώτης με υπέροχο ανάστημα, με μια φυσιογνωμία που εξέφρασε μια περήφανη ομορφιά, του οποίου τα γυμνά χέρια και πόδια ήταν η σωματική χάρη χυτεμένη στο σφρίγος τους. Κοιτούσε επίμονα τους ταξιδιώτες και λέει στον ένα: “Ξέρετε να διαβάζετε;”. “Nαι του απαντά αυτός”, και αμέσως ο νεαρός Ηπειρώτης τους προσκαλεί να πάνε μαζί του σε ένα γειτονικό χωράφι. Ο ταξιδιώτης ακολούθησε τον νεαρό σε έναν κήπο και οι δύο καθήσαν σε ένα βράχο που ήταν στην άκρη ενός χωραφιού με σιτάρι. Ο νεαρός άνδρας βάζει το χέρι μέσα στον κόρφο του και τραβάει κάτι που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του. Ήταν ένα μικρό βιβλίο που το παρουσίασε στον επισκέπτη και τον παρακάλεσε να διαβάσει κάτι από το βιβλίο που περιείχε τα τραγούδια του Ρήγα. Ο ταξιδιώτης το πήρε και άρχισε όχι να τραγουδά, αλλά να απαγγέλει με έμφαση. Αφού συνέχισε την απαγγελία του, κάποια στιγμή σήκωσε λίγο τα μάτια του από το βιβλίο, και είδε με έκπληξη, ότι ο ακροατής του δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Το πρόσωπο του έκαιγε, και όλα τα χαρακτηριστικά του σε έξαψη, τα χείλη του ημιανοικτά, δύο ποτάμια δάκρυα χύνονταν από τα μάτια του, και οι τρίχες στο στήθος του ολόρθες. “Είναι η πρώτη φορά που διαβάζετε αυτό το βιβλίο;”, ρώτησε τον νεαρό ο ταξιδιώτης. “Όχι, ζητάω από κάθε ταξιδιώτη που ξέρει να μου τα διαβάζει, και τα έχω ακούσει όλα”. “Με την ίδια συγκίνηση;”, τον ρωτάει ο ταξιδιώτης. “Ναι με την ίδια!”, του απαντά ο νεαρός». Και συνεχίζει ο Φωριέλ παραθέτοντας τον Θούριο!

Δεν υπάρχουν σχόλια: